ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑΚΗΣ
Ένα παιχνίδι με τις λέξεις που δινουν οι ακροατές του
Μαγικού Ραδιοφώνου στην εκπομπή 6 με 9 το απόγευμα. Οι λέξεις που δόθηκαν είναι
γραμμένες με κεφαλαία γράμματα.
ΚΑΠΟΥ ΘΑ
ΒΡΕΘΟΥΜΕ
Τα τραπεζάκια στην πλατεία ήταν γεμάτα από κόσμο, κάτω από
τα δέντρα που τα φυσούσε το ελαφρύ ΑΕΡΑΚΙ, ο κόσμος έψαχνε για δροσιά. Ο
Διονύσης αραχτός με τη φραπεδιά στο χέρι
έκοβε μάτι τα κοριτσόπουλα που περνούσαν βιαστικά κάνοντας
κανονική πασαρέλα με τα αποκαλυπτικά φουστανάκια τους ή τα καυτά
σορτσάκια τους, γελούσαν δυνατά και
έριχναν κρυφές ματιές γύρω τους
μήπως και ανακαλύψουν κανένα γνωστό να πιάσουν την κουβέντα, αλλά μπα.
Όλοι εκεί ήσαν πάνω των ηντα και
ολοφάνερο πως ήσαν συνταξιούχοι, γι αυτό και σκότωναν την ώρα τους στη
καφετέρια. Ο Διονύσης αναστέναξε
βαριεστημένα και ρούφηξε λίγο καφέ.
-Φτου ζεστάθηκε ο
άτιμος για πέταμα έγινε. Ει ψιτ κοπελιά φέρε έναν άλλο με μπόλικα παγάκια μέσα
ε! Τι στο καλό έρχομαι εδώ, αλλά και που
να πάω; Στα σκέκια της νεολαίας με κοιτάνε όλοι με μισό μάτι. Με θεωρούν
γερομπαμπαλή που πάει να κάνει καμάκι. Κι
εδώ βαρέθηκα να τους ακούω να μιλάνε όλοι και να γκρινιάζουν για τις
κομμένες συντάξεις τους και για την παλιοκατάσταση και για γιατρούς και για αρρώστιες , άει στο καλό
πια. Κι εμένα το λέει η περδικούλα μου
ακόμα, δεν ξόφλησα. Επ να ο Μήτσος … εεεε Μήτσο έλα βρε μπαγάσα, που χάθηκες εσύ, κάτσε να πούμε μια κουβέντα, να σε
κεράσω κάτι.
-Εδώ την αράζεις βρε καρδιοκατακτητή, σήκω να πάμε για
ουζάκια κάτω παραλία. Ε βρε κατακαημένε ντιπ
για ντιπ χαμένος είσαι.
-Κάτσε εδώ ρε που να τρέχουμε τώρα. Ε ψιτ κοπελιά
φέρε δυο ούζα περιποιημένα και άσε το φραπέ. Λοιπόν για πες τα νέα σου
βρε Μήτσο.
-Τι να σου πω ρε Νιονιο, έτοιμος να κάνω ΧΑΡΑΚΙΡΙ
είμαι. Δεν υπάρχει καμιά ΕΛΠΙΔΑ πια.
-Ασε αν είναι να μου πεις για χρέη, δόσεις, εφορίες και
για λεφτά μη μου λες τίποτα και σπάσε. Βαρέθηκα το ακούς, βαρέθηκα. Χάσαμε τη μπάλα φίλε ακούς χάσαμε
τη μπάλα. Για έρωτα θέλω να μιλήσουμε ,
για ΑΓΑΠΕΣ και ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ όπως τον παλιό καλό καιρό.
-ΕΛΕΟΣ βρε Νιόνιο
για έρωτες είμαστε τώρα;
-Ναι για έρωτες … γιατί η ζωή κυλάει και φεύγει και εμείς
παγιδευτήκαμε σ΄ένα μάτσο παλιόχαρτα. Κι εγώ θέλω να προσέχω την υγεία μου.
-ΥΓΕΙΑ χωρίς λεφτά
δεν έχει …δεν βλέπεις που μας καταντήσανε….
-Ασε τις γκρίνιες είπα.. Υγεια είναι να έχεις την ψυχή
πρώτα απ’ όλα καλά. Να μη βυθιστείς στην κατάθλιψη γιατί
τότε τίποτα δεν σε σώζει. Να κοιτάς το ωραίο, το θετικό, το χαρούμενο.
-Και κατά που κοιτάς εσύ να δω κι εγώ το ωραίο, το θετικό
και το χαρούμενο;
-Να βλέπεις εκεί; Αυτή τη κυρία απέναντι; Έρχεται κάθε
μέρα τέτοια ώρα, κάθεται μόνη της αλλά δεν μοιάζει για πικραμένη που την βαράει
η μαύρη μοναξιά. Πίνει το φρέντο καπουτσίνο της , ανάβει το τσιγαράκι της ,
έχει πάντα ένα βιβλίο μαζί της αλλά δεν το διαβάζει κοιτάει γύρω της και
αφουγκραζεται τον κόσμο που περνά και χαμογελά.
-Και λοιπόν καμιά αργόσχολη θα είναι, Έχω εγώ χρόνο να
χαλβαδιαζω την καθε κυρία;
-Δεν θυμάσαι ποια είναι; Η Βιβή η συμμαθήτρια μας, λες και
δεν περασε μέρα από πάνω της.
-Ποια αυτή η ακαταδέχτη η ψηλομύτα που σου έριχνε κάργα
τις χυλόπιτες; Βρε τι γέλιο ρίχναμε η παλιοπαρέα με την καζούρα που σου κάναμε.
-Χμ ναι καλά αυτά τα θυμάσαι ε; Καλό αυτό δεν έπαθες ακόμα
αλσχαιμερ.
-Χαχαχα βρε βρε τη Βιβικα πως μεγάλωσε; Αντε ντε λοιπόν,
γιατί δεν της πιάνεις την κουβέντα. Έχεις τα κότσια να της ζητήσεις μια ΣΥΓΝΩΜΗ
για τις ΙΝΡΙΓΚΕΣ που έστηνες για να την ρίξεις;
-Στην ΑΓΑΠΗ όλα επιτρέπονται κι εγώ είχα την ΠΙΣΤΗ την ΥΠΟΜΟΝΗ και την επιμονή να περιμένω να
νιώσει κάποτε την ΛΑΧΤΑΡΑ μου για εκείνη και να συγκινηθεί.
-Γι αυτό έμεινες
γεροντοπαλήκαρο;
-Μη γελάς ρε φταίω εγώ που σου άνοιξα την καρδιά μου.
-Αντε να σε δω… πήγαινε να της μιλήσεις. Να δούμε θα σε
θυμηθεί έτσι που έγινες. Γίνε τολμηρός τι έχεις να χάσεις. Άλλη μια χυλόπιτα
δεν χάλασε ο κόσμος.
-Λες να πάω; Θα πάω … ίσως μια μέρα να πάω, ίσως μια μέρα
που θα νιώσω ότι χρειάζεται ένα παλιό καλό φίλο για να μιλήσει για να θυμηθεί τα χρόνια που ήσαν ξένοιαστα και
αθώα.
Μερος 2ον
Ο Διονύσης ήταν ένας ώριμος γοητευτικός
άνδρας , αρσενικό παλιάς κοπής θα λέγαμε. Η οικονομική του κατάσταση ήταν καλή
τόσο, όσο να περνάει καλά και να είναι χορτασμένος απ’ όλα.
Τον γοήτευε και τον ενθουσίαζε το παιχνίδι του κυνηγού που
διεκδικούσε την καρδιά και τον έρωτα της γυναίκας που κρατούσε αντίσταση μέχρι
να ενδώσει στην αγάπη του. Κι αφού
κέρδιζε την εύνοιά της ο ενθουσιασμός του έφευγε και πήγαινε για αλλού σε νέες κατακτήσεις. Έτσι όμως καμιά σχέση του δεν τον οδήγησε στα
δεσμά του γάμου κι έμεινε ελεύθερο και ξένοιαστο πουλί. Την είχε γλεντήσει καλά
τη ζωή του και ακόμα την γλεντούσε. Μόνο μία δεν είχε συγκινηθεί από το επίμονο
φλερτ του και αυτή ήταν η Βιβή η πρώτη
του αγάπη. Ο νεανικός του έρωτας που τον παίδευε και τον βασάνιζε τόσα χρόνια. Ίσως να ήταν και ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ του για την ήττα που έφαγε. Ίσως να ήταν και η
απειρία του… Ο φίλος του ο Δημήτρης ο Μήτσος όπως τον φώναζε τα ήξερε όλα αυτά.
Από μικρά παιδιά ήσαν φίλοι καρδιακοί. Του άρεσε να τον πειράζει καλόκαρδα εκεί
που πονούσε γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μετά από τόσο καιρό θα ήταν
ακόμα κολλημένος σ’ αυτή την αποτυχημένη
αγάπη. Αν τα αισθήματα της ήταν αμοιβαία
και η Βιβή τον είχε αγαπήσει, σίγουρα θα
είχαν παντρευτεί και θα είχαν κάνει οικογένεια.
-Συγνώμη φίλε με πήραν τηλέφωνο, ένας πελάτης θέλει ένα
παράβολο πρέπει να φύγω. Θα σε πετύχω άλλη μέρα να τα ξαναπούμε. Ο Μήτσος έφυγε
αφήνοντάς τον μόνο εκεί στη πλατεία, νιώθοντας
μέσα του μια ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ για την χαμένη ΕΥΤΥΧΊΑ του φίλου του. Και οι
μέρες περνούσαν και ο Διονύσης εκεί στο τραπεζάκι του να αράζει με τις ώρες για
να δει την Βιβή να έρχεται και να περιμένει μάταια να σηκώσει το βλέμμα να τον
αναγνωρίσει. Ώσπου μια μέρα έγινε το
ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ.
Είχε ΣΥΝΝΕΦΑ εκείνη τη μέρα ο καιρός το πήγαινε για ΒΡΟΧΗ
που δεν άργησε να ξεσπάσει. Οι σταγόνες της
σαν ΔΑΚΡΥ έπεφταν πάνω στις μεγάλες ομπρέλες που προστάτευαν τα τραπεζάκια. Μια
ήσυχη, γλυκιά και σιγανή βροχούλα ήταν, αλλά όλοι περνούσαν βιαστικοί και κανείς δεν
καθόταν για καφέ. Μόνο ο Διονύσης είχε απομείνει εκεί στη συνηθησμένη του γωνιά
να απολαμβάνει τη φραπεδιά του.
Μπα σήμερα δεν θα έρθει, σκέφτηκε απογοητευμένος.
Χαμένος στις σκέψεις του δεν κατάλαβε πότε τον πλησίασε
μια κυρία και του είπε…
-Καλημέρα μπορώ να κάτσω κι εγώ εδώ; Όλα τα άλλα
τραπεζάκια είναι βρεγμένα, εδώ νομίζω πως αυτή η ομπρέλα μας καλύπτει πιο καλά.
Πετάχτηκε όρθιος !
-Βεβαίως βεβαίως να καθίσετε παρακαλώ. Και της
πρόσφερε τη καρέκλα να κάτσει δίπλα του.
-Φαίνεται πως μόνο εμείς είμαστε οι θαρραλέοι… της είπε.
-Μα είναι τόσο σιγανή και ήρεμη αυτή η βροχή που μ’ αρέσει
να βγαίνω και να περπατώ, την είχα
επιθυμήσει μετά από τον καύσωνα του καλοκαιριού.
-Νομίζω πως γνωριζόμαστε εμείς οι δυο, αλλά δεν μπορώ να
θυμηθώ… της είπε κάνοντας τον ανήξερο
-Ίσως εδώ να με έχετε δει, έρχομαι κάθε μέρα, κι εγώ σας βλέπω συχνά, είναι φαίνεται το αγαπημένο σας στέκι. Και το
δικό μου είναι γιατί έχει δροσιά το
καλοκαίρι…
-Και αφού με βλέπεις κάθε μέρα εδώ δεν με αναγνώρισες;
Τόσο πολύ άλλαξα Βιβή; Εγώ δεν σε ξέχασα
ποτέ … Πως θα μπορούσα να ξεχάσω τα καλύτερα μας χρόνια.
Εκείνη τον κοίταξε θαρρετά στα μάτια και του είπε σοβαρή.
-Σε θυμάμαι Διονύση, φυσικά και σε θυμάμαι. Μου είχες
κάνει τη ζωή κόλαση στο σχολείο.
-Τόσο φριχτός ήμουν;
-Όχι φριχτός …φορτικός και επίμονος. Αδέξιος … και λίγο άγαρμπος….
-Άπειρος ήμουν… και
ερωτευμένος…
-Κι εγώ άπειρη ήμουν και δεν καταλάβαινα τις προθέσεις
σου. Θυμάσαι στο σχολικό ΧΟΡΟ πόσο φορτικά ήθελες να μου κλέψεις ένα ΦΙΛΙ;
-Εγώ θυμάμαι την σχολική μας εκδρομή στο ΣΠΗΛΑΙΟ με τους
ΣΤΑΛΑΧΤΙΤΕΣ. Τότε που τρόμαξες μέσα στη βαρκούλα και την δική μου ΑΓΚΑΛΙΑ
αναζήτησες.
Εκείνη γέλασε με την καρδιά της και έμειναν εκεί να
αναπολούν τις χαμένες εφηβικές τους αναμνήσεις…
Όμως υπήρχαν και λόγια που δεν τολμούσε να ξεστομίσει
ακόμα… ήθελε να της πως…
«Η ΦΥΓΗ σου με πόνεσε πολύ ξέρεις, όταν χάθηκαν οι δρόμοι
μας και ο καθένας ακολούθησε τον δικό του σε έψαχνα παντού σε κάθε γυναίκα
που γνώριζα, καμιά και κάλυπτε το κενό σου.»
Τα έπνιξε μέσα του αυτά τα λόγια, θα έβρισκε το χρόνο, τώρα πια ο πάγος είχε λιώσει μεταξύ τους και
θα την περίμενε εκεί κάθε μέρα στη
αγαπημένη τους γωνιά.
Το μικρό καλοκαιράκι
έσβηνε σιγά σιγά καθώς οι μέρες έτρεχαν,
ο κρύος καιρός έδιωχνε τους θαμώνες της πλατείας, και τα δέντρα έριχναν τα κίτρινα φύλλα τους πάνω στα τραπεζάκια και
στις άδειες καρέκλες.
Οι δυο παλιοί
συμμαθητές δεν βρέθηκαν πάλι στην
γνωστή τους γωνιά. Δεν έτυχε ;
Δεν ήθελαν; Δεν το επεδίωξαν; Δεν κράτησαν επαφή;
Η Βιβή τον σκεφτόταν που και που. Περνούσε από εκεί στα
γρήγορα και δεν τον έβρισκε. Καμιά φορά τον σκεφτόταν με ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ, άκου εκεί
Βιβή! Την θυμόταν μ’ αυτό το κοριτσίστικο παράνομα της που δεν της άρεσε καθόλου. Όταν τελείωσε
το σχολείο το άλλαξε και το έκανε Ευη ,
πιο εύηχο της φαινόταν και όλοι την ήξεραν σαν κυρία Ευη τώρα πια.
Αναπολώντας το ΠΑΡΕΛΘΟΝ δεν ειχε να θυμηθεί και τίποτα το
συγκλονιστικό. Οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ της ήταν ανιαρές έως μηδαμινές. Ακολούθησε την
πορεία μιας συνηθισμένης γυναίκας που ο προορισμός της είναι να γίνει σύζυγος
και μητέρα. Κανένα ΜΥΣΤΗΡΙΟ δεν έκρυβε. Ο ΚΥΚΛΟΣ του έγγαμου βίου της έκλεισε
άδοξα και απότομα, όταν ο αξιότιμος σύζυγός της ερωτεύτηκε λέει … μια άλλη και
έφυγε από το σπίτι.
Ο δικός τους ΕΡΩΤΑΣ είχε από καιρό τελειώσει. Πικράθηκε
αλλά δεν την πήρε κι από κάτω. Ξαφνικά ένιωσε
ελεύθερη να μπορεί να κάνει πράγματα
που αλλιώς δεν θα τολμούσε. ΘΕΛΩ να ζήσω με ΠΑΘΟΣ την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν θα
γίνω εγώ το ΛΙΜΑΝΙ κανενός ξέμπαρκου.
Ναι ένα ΤΑΞΙΔΙ θα ήταν ότι καλύτερο αυτή την εποχή. Μέσα στα χρώματα του
Φθινοπώρου και στον μελαγχολικό καιρό θα έβρισκε τη ΛΥΤΡΩΣΗ από τις καταθλιπτικές
της σκέψεις, γνωρίζοντας όμορφα μέρη και καινούργιους ανθρώπους. Ήθελε από
χρόνια να πάει στο χωριό του πατέρα της. Ένα ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ είχε πάει μόνο όταν ήταν
μικρή και της είχε μείνει μια γλυκιά αίσθηση από τότε. Ήταν υπέροχος τόπος, συνδύαζε θάλασσα και βουνό και ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ήταν μεγάλος για να πάει.
Βρήκε δωμάτιο σ΄ένα
παραδοσιακό ξενώνα και από το μπαλκόνι της απολάμβανε την απίστευτη θέα μέχρι
πέρα μακριά στον ορίζοντα της θάλασσας και
μέχρι πάνω στις πανύψηλες βουνοκορφές που ήταν γεμάτες με χρυσοκόκκινα
δέντρα.
Εκείνη την μέρα είχε συννεφιά, μια ήσυχη γλυκιά μουντάδα
ένωνε το γκριζογάλανο της θάλασσας και
του ουρανού. Έκανε ψύχρα αλλά δεν φυσούσε, ήταν ένας ήπιος καιρός για περίπατο
στην ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ. Το κυματάκι έσκαζε
απαλά στα πόδια της και το νερό καθάριο σαν γυαλί. Τι κρίμα που είμαι μόνη
σκέφτηκε. Που δεν έχω έναν άνθρωπο να μοιραστεί μαζί μου αυτή την ομορφιά. Ξαφνικά είδε
λίγο πιο πέρα στην έρημη αμμουδιά καπνό να βγαίνει από μια ΦΩΤΙΑ.
Φαίνεται κάποια παρέα θα την άναψε για
να ψήσουν. Όμως δεν ήταν καμιά παρέα παρά μόνο ένας μοναχικός άνθρωπος που
καθόταν κοντά και ρέμβαζε χαμένος στις
σκέψεις του. Τον πλησίασε με θάρρος.
-Καλώς τηνε, έλα σε περίμενα, έλα να ζεσταθείς… Ευη!!
-Διονύση !!!! εσύ
πως βρέθηκες εδώ ; Και πως ξέρεις πως με λένε τώρα Έυη και όχι Βιβή;
- Όποιος ενδιαφέρεται μαθαίνει. Και μένα με ενδιαφέρεις
πολύ Ευη.
Δεν περίμενε πολλά για αρχή… ένα χαμόγελό της του αρκούσε
και αυτή του το πρόσφερε γενναιόδωρα.
Πες πως ήταν μια από τις μαγικές εκείνες στιγμές που η
συνάντηση δυο ανθρώπων ολοκληρώνει το
ΠΑΡΑΜΥΘΙ μετά από πολλά χρόνια. Η Ευη δεν ήταν πια το ΚΟΡΙΤΣΙ που είχε ερωτευτεί ο Διονύσης,
αλλά μια ώριμη κυρία άγνωστη σ΄αυτόν. Κι όμως όλα πάνω της, του ήταν γνώριμα. Τα ΧΑΜΟΓΕΛΑ της, οι
κινήσεις της, οι εκφράσεις της… όλα έβγαιναν σιγά σιγά μέσα από την ΟΜΙΧΛΗ της
ΛΗΘΗΣ και την αναγνώριζε και πάλι από την αρχή.
Αυτός ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ του, ήταν κάποτε ΟΥΤΟΠΙΑ. Και
τώρα τι προσπαθούσε να βρει;
-Δεν είμαστε πια παιδιά Ευη, έχουμε κάνει τις διαδρομές
μας, έχουμε ζήσει τις δικές μας καταστάσεις και ο καθένας μας σέρνει πίσω του
τη δική του ιστορία. Όμως δεν είμαστε και
τόσο μεγάλοι για να αρνηθούμε την συντροφικότητα που θα φέρει η αγάπη
μας, για μια ΝΙΚΗ στην μοναξιά. Δεν ήταν ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ αυτό που ένιωθα για
σένα. Υπάρχει ακόμα… έστω και κρυμένος μέσα μου. Να κοίτα εδώ έχω πάντα μαζί μου αυτή την
παλιά ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ από μια σχολική μας εκδρομή. Κοίτα πόσο ωραίοι ήμασταν, πόσο αθώοι, και πόσο νέοι, Δεν είδες ποτέ τα μάτια μου τα ερωτευμένα. Δεν έδωσες ποτέ σημασία στην παρουσία μου. Ξέρω ήμουν για σένα πολύ μικρός για να με
δεις αλλιώς…
Η Ευη τον άκουγε ξαφνιασμένη να της ανοίγει έτσι την
καρδιά του. Αυτό το ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ των
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ του, ξεσήκωσε μια ΘΥΕΛΛΑ
μέσα της που δεν μπορούσε να την κατευνάσει. Όχι δεν ήταν μια ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΑ που έσκασε και
πάει χάθηκε. Ήταν εκεί κι ακόμα ζούσε και ζητούσε να βρει την ολοκλήρωση.
Καθώς ο ουρανός έπαιρνε το βαθύ μπλε της νύχτας μια
ανατριχίλα την διαπέρασε.
-Άρχισε ψυχρούλα… κρυώνεις; Έλα πάμε κάπου πιο ζεστά.
Εκείνη τον ακολούθησε
αμίλητη, δίνοντας του το χέρι να
περπατήσουν μαζί. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα… εκείνος κατάλαβε.
Ο ΡΥΘΜΟΣ των βημάτων τους έγινε ίδιος και συγχρονισμένος.
Μια γλυκιά θαλπωρή τους υποδέχτηκε από το ΤΖΑΚΙ της μικρής
ταβερνούλας. Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι για δυο. Δεν χωρούσε κανείς άλλος ανάμεσά
τους.
Δυο παλικάρια έπαιζαν μουσική, ο ένας με κιθάρα κι άλλος
με μπουζούκι και τόνιζαν με τα τραγούδια τους την βαθιά ερωτική ατμόσφαιρα.
-Άκου αυτό, είναι το ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ μου τραγούδι.
-Και μένα πάντα μου άρεσε. Ας γίνει το τραγούδι μας
λοιπόν.
Ήταν μια ΜΕΛΩΔΙΑ
ΨΥΧΗΣ…για μια καινούργια ζωή που θα τους ένωνε … Για πάντα; Δεν ξέρω, για όσο κρατούσε όμως θα ήταν υπέροχο να τη
ζήσουν.
ΤΕΛΟΣ
Ζήνα Μαρνέζη 12-11-2016
Υ.Σ. Ευχαριστώ τους φίλους και ακροατές του Magic radio
live, που συμμετείχαν σ’ αυτό το
παιχνίδι με τις λέξεις, και βγήκε αυτή η
ιστορία σε τέσσερεις συνέχειες.
Ιδιαιτέρως για την συμμετοχή τους με τις δικές τους προτάσεις, για την επιλογή του Αγαπημένου τραγουδιού. Το τραγούδι που κέρδισε τις εντυπώσεις ήταν επιλογή της φίλης μας
Ελένης ή αλλιώς όπως είναι γνωστή στην μαγική μας παρέα Κοτσιρούλα. Της το
αφιερώνω με πολύ πολύ αγάπη!!!