Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ΚΑΠΟΥ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ

Παιχνίδι με τις λέξεις

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑΚΗΣ
Ένα παιχνίδι με τις λέξεις που δινουν οι ακροατές του Μαγικού Ραδιοφώνου στην εκπομπή 6 με 9 το απόγευμα. Οι λέξεις που δόθηκαν είναι γραμμένες με κεφαλαία  γράμματα.



ΚΑΠΟΥ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ   



Τα τραπεζάκια στην πλατεία ήταν γεμάτα από κόσμο, κάτω από τα δέντρα που τα φυσούσε το ελαφρύ ΑΕΡΑΚΙ, ο κόσμος έψαχνε για δροσιά. Ο Διονύσης  αραχτός με τη φραπεδιά στο χέρι έκοβε μάτι τα κοριτσόπουλα που περνούσαν βιαστικά  κάνοντας  κανονική πασαρέλα με τα αποκαλυπτικά φουστανάκια τους ή τα καυτά σορτσάκια τους, γελούσαν δυνατά και  έριχναν κρυφές ματιές γύρω τους  μήπως και ανακαλύψουν κανένα γνωστό να πιάσουν την κουβέντα, αλλά μπα. Όλοι εκεί ήσαν πάνω των ηντα  και ολοφάνερο πως ήσαν συνταξιούχοι, γι αυτό και σκότωναν την ώρα τους στη καφετέρια.  Ο Διονύσης αναστέναξε βαριεστημένα και ρούφηξε λίγο καφέ.
 -Φτου ζεστάθηκε ο άτιμος για πέταμα έγινε. Ει ψιτ κοπελιά φέρε έναν άλλο με μπόλικα παγάκια μέσα ε! Τι στο καλό έρχομαι  εδώ, αλλά και που να πάω; Στα σκέκια της νεολαίας με κοιτάνε όλοι με μισό μάτι. Με θεωρούν γερομπαμπαλή που πάει να κάνει καμάκι. Κι  εδώ βαρέθηκα να τους ακούω να μιλάνε όλοι και να γκρινιάζουν για τις κομμένες συντάξεις τους και για την παλιοκατάσταση και  για γιατρούς και για αρρώστιες , άει στο καλό πια. Κι εμένα το λέει η περδικούλα μου  ακόμα,  δεν ξόφλησα.  Επ να ο Μήτσος … εεεε  Μήτσο έλα βρε μπαγάσα, που χάθηκες  εσύ, κάτσε να πούμε μια κουβέντα, να σε κεράσω κάτι.
-Εδώ την αράζεις βρε καρδιοκατακτητή, σήκω να πάμε για ουζάκια κάτω παραλία. Ε βρε κατακαημένε ντιπ  για ντιπ  χαμένος είσαι.
-Κάτσε εδώ ρε που να τρέχουμε τώρα.  Ε ψιτ κοπελιά  φέρε δυο ούζα περιποιημένα και άσε το φραπέ. Λοιπόν για πες τα νέα σου βρε Μήτσο.
-Τι να σου πω ρε Νιονιο, έτοιμος να κάνω ΧΑΡΑΚΙΡΙ είμαι.  Δεν υπάρχει καμιά ΕΛΠΙΔΑ πια.
-Ασε αν είναι να μου πεις για χρέη, δόσεις, εφορίες και για λεφτά μη μου λες τίποτα και σπάσε. Βαρέθηκα το ακούς,  βαρέθηκα. Χάσαμε τη μπάλα φίλε ακούς χάσαμε τη μπάλα.  Για έρωτα θέλω να μιλήσουμε , για ΑΓΑΠΕΣ και ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ όπως τον παλιό καλό καιρό.
-ΕΛΕΟΣ  βρε Νιόνιο για έρωτες είμαστε τώρα;
-Ναι για έρωτες … γιατί η ζωή κυλάει και φεύγει και εμείς παγιδευτήκαμε σ΄ένα μάτσο παλιόχαρτα. Κι εγώ θέλω να προσέχω την υγεία μου.
-ΥΓΕΙΑ  χωρίς λεφτά δεν έχει …δεν βλέπεις που μας καταντήσανε….
-Ασε τις γκρίνιες είπα.. Υγεια είναι να έχεις την ψυχή
 πρώτα απ’  όλα καλά. Να μη βυθιστείς στην κατάθλιψη γιατί τότε τίποτα δεν σε σώζει. Να κοιτάς το ωραίο, το θετικό, το χαρούμενο.
-Και κατά που κοιτάς εσύ να δω κι εγώ το ωραίο, το θετικό και το χαρούμενο;
-Να βλέπεις εκεί; Αυτή τη κυρία απέναντι; Έρχεται κάθε μέρα τέτοια ώρα, κάθεται μόνη της αλλά δεν μοιάζει για πικραμένη που την βαράει η μαύρη μοναξιά. Πίνει το φρέντο καπουτσίνο της , ανάβει το τσιγαράκι της , έχει πάντα ένα βιβλίο μαζί της αλλά δεν το διαβάζει κοιτάει γύρω της και αφουγκραζεται τον κόσμο που περνά και χαμογελά. 
-Και λοιπόν καμιά αργόσχολη θα είναι, Έχω εγώ χρόνο να χαλβαδιαζω την καθε κυρία;
-Δεν θυμάσαι ποια είναι; Η Βιβή η συμμαθήτρια μας, λες και δεν περασε μέρα από πάνω της.
-Ποια αυτή η ακαταδέχτη η ψηλομύτα που σου έριχνε κάργα τις χυλόπιτες; Βρε τι γέλιο ρίχναμε η παλιοπαρέα με την καζούρα που σου κάναμε.
-Χμ ναι καλά αυτά τα θυμάσαι ε; Καλό αυτό δεν έπαθες ακόμα αλσχαιμερ.
-Χαχαχα βρε βρε τη Βιβικα πως μεγάλωσε; Αντε ντε λοιπόν, γιατί δεν της πιάνεις την κουβέντα. Έχεις τα κότσια να της ζητήσεις μια ΣΥΓΝΩΜΗ για τις ΙΝΡΙΓΚΕΣ που έστηνες για να την ρίξεις;
-Στην ΑΓΑΠΗ όλα επιτρέπονται κι εγώ είχα την ΠΙΣΤΗ  την ΥΠΟΜΟΝΗ και την επιμονή να περιμένω να νιώσει κάποτε την ΛΑΧΤΑΡΑ μου για εκείνη και να συγκινηθεί.
-Γι αυτό έμεινες  γεροντοπαλήκαρο;
-Μη γελάς ρε φταίω εγώ που σου άνοιξα την καρδιά μου.
-Αντε να σε δω… πήγαινε να της μιλήσεις. Να δούμε θα σε θυμηθεί έτσι που έγινες. Γίνε τολμηρός τι έχεις να χάσεις. Άλλη μια χυλόπιτα δεν χάλασε ο κόσμος.
-Λες να πάω; Θα πάω … ίσως μια μέρα να πάω, ίσως μια μέρα που θα νιώσω ότι χρειάζεται ένα παλιό καλό φίλο για να μιλήσει για  να θυμηθεί τα χρόνια που ήσαν ξένοιαστα και αθώα.
   



Μερος 2ον


Ο Διονύσης ήταν ένας ώριμος γοητευτικός άνδρας , αρσενικό παλιάς κοπής θα λέγαμε. Η οικονομική του κατάσταση ήταν καλή τόσο, όσο να περνάει καλά και να είναι χορτασμένος απ’ όλα.
Τον γοήτευε και τον ενθουσίαζε το παιχνίδι του κυνηγού που διεκδικούσε την καρδιά και τον έρωτα της γυναίκας που κρατούσε αντίσταση μέχρι να ενδώσει στην αγάπη  του. Κι αφού κέρδιζε την εύνοιά της ο ενθουσιασμός του έφευγε και πήγαινε για αλλού  σε νέες κατακτήσεις.  Έτσι όμως καμιά σχέση του δεν τον οδήγησε στα δεσμά του γάμου κι έμεινε ελεύθερο και ξένοιαστο πουλί. Την είχε γλεντήσει καλά τη ζωή του και ακόμα την γλεντούσε. Μόνο μία δεν είχε συγκινηθεί από το επίμονο φλερτ του και αυτή ήταν η Βιβή  η πρώτη του αγάπη. Ο νεανικός του έρωτας που τον παίδευε και τον βασάνιζε τόσα χρόνια.  Ίσως να ήταν και ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ  του για την ήττα που έφαγε. Ίσως να ήταν και η απειρία του… Ο φίλος του ο Δημήτρης ο Μήτσος όπως τον φώναζε τα ήξερε όλα αυτά. Από μικρά παιδιά ήσαν φίλοι καρδιακοί. Του άρεσε να τον πειράζει καλόκαρδα εκεί που πονούσε γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μετά από τόσο καιρό θα ήταν ακόμα κολλημένος  σ’ αυτή την αποτυχημένη αγάπη. Αν τα αισθήματα της  ήταν αμοιβαία και η Βιβή τον είχε αγαπήσει,  σίγουρα θα είχαν παντρευτεί και θα είχαν κάνει οικογένεια.
-Συγνώμη φίλε με πήραν τηλέφωνο, ένας πελάτης θέλει ένα παράβολο πρέπει να φύγω. Θα σε πετύχω άλλη μέρα να τα ξαναπούμε. Ο Μήτσος έφυγε αφήνοντάς τον μόνο εκεί στη πλατεία,   νιώθοντας  μέσα του μια ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ για την χαμένη ΕΥΤΥΧΊΑ του φίλου του. Και οι μέρες περνούσαν και ο Διονύσης εκεί στο τραπεζάκι του να αράζει με τις ώρες για να δει την Βιβή να έρχεται και να περιμένει μάταια να σηκώσει το βλέμμα να τον αναγνωρίσει.  Ώσπου μια μέρα έγινε το ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ.
Είχε ΣΥΝΝΕΦΑ εκείνη τη μέρα ο καιρός το πήγαινε για ΒΡΟΧΗ που  δεν άργησε να ξεσπάσει. Οι σταγόνες της σαν ΔΑΚΡΥ έπεφταν πάνω στις μεγάλες ομπρέλες που προστάτευαν τα τραπεζάκια. Μια ήσυχη,  γλυκιά και σιγανή βροχούλα ήταν,  αλλά όλοι περνούσαν βιαστικοί και κανείς δεν καθόταν για καφέ. Μόνο ο Διονύσης είχε απομείνει εκεί στη συνηθησμένη του γωνιά να απολαμβάνει τη φραπεδιά του.
Μπα σήμερα δεν θα έρθει, σκέφτηκε απογοητευμένος.
Χαμένος στις σκέψεις του δεν κατάλαβε πότε τον πλησίασε μια κυρία και του είπε…
-Καλημέρα μπορώ να κάτσω κι εγώ εδώ; Όλα τα άλλα τραπεζάκια είναι βρεγμένα, εδώ νομίζω πως αυτή η ομπρέλα μας καλύπτει πιο καλά.
Πετάχτηκε όρθιος !
-Βεβαίως βεβαίως να καθίσετε παρακαλώ. Και της πρόσφερε  τη καρέκλα να κάτσει δίπλα του.
-Φαίνεται πως μόνο εμείς είμαστε οι θαρραλέοι… της είπε.
-Μα είναι τόσο σιγανή και ήρεμη αυτή η βροχή που μ’ αρέσει να βγαίνω και  να περπατώ, την είχα επιθυμήσει μετά από τον καύσωνα του καλοκαιριού.
-Νομίζω πως γνωριζόμαστε εμείς οι δυο, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ…  της είπε κάνοντας τον ανήξερο
 -Ίσως εδώ  να με έχετε δει,  έρχομαι κάθε μέρα, κι εγώ σας βλέπω συχνά,  είναι φαίνεται το αγαπημένο σας στέκι. Και το δικό μου είναι γιατί  έχει δροσιά το καλοκαίρι…
-Και αφού με βλέπεις κάθε μέρα εδώ δεν με αναγνώρισες; Τόσο πολύ άλλαξα Βιβή; Εγώ δεν  σε ξέχασα ποτέ … Πως θα μπορούσα να ξεχάσω τα καλύτερα μας χρόνια.
Εκείνη τον κοίταξε θαρρετά στα μάτια και του είπε σοβαρή.
-Σε θυμάμαι Διονύση, φυσικά και σε θυμάμαι. Μου είχες κάνει τη ζωή κόλαση στο σχολείο.
-Τόσο φριχτός ήμουν;
-Όχι φριχτός …φορτικός και επίμονος.  Αδέξιος … και λίγο άγαρμπος….
-Άπειρος  ήμουν… και ερωτευμένος…
-Κι εγώ άπειρη ήμουν και δεν καταλάβαινα τις προθέσεις σου. Θυμάσαι στο σχολικό ΧΟΡΟ πόσο φορτικά ήθελες να μου κλέψεις ένα ΦΙΛΙ; 
-Εγώ θυμάμαι την σχολική μας εκδρομή στο ΣΠΗΛΑΙΟ με τους ΣΤΑΛΑΧΤΙΤΕΣ. Τότε που τρόμαξες μέσα στη βαρκούλα και την δική μου ΑΓΚΑΛΙΑ αναζήτησες.
Εκείνη γέλασε με την καρδιά της και έμειναν εκεί να αναπολούν τις χαμένες εφηβικές τους αναμνήσεις…
Όμως υπήρχαν και λόγια που δεν τολμούσε να ξεστομίσει ακόμα… ήθελε να της πως…

«Η ΦΥΓΗ σου με πόνεσε πολύ ξέρεις, όταν χάθηκαν οι δρόμοι μας και ο καθένας ακολούθησε τον δικό του σε έψαχνα παντού σε κάθε γυναίκα που  γνώριζα,  καμιά και κάλυπτε το κενό σου.»

Τα έπνιξε μέσα του αυτά τα λόγια, θα έβρισκε το χρόνο,  τώρα πια ο πάγος είχε λιώσει μεταξύ τους και θα την περίμενε εκεί κάθε μέρα  στη αγαπημένη τους γωνιά.



Μερος 3ον

Το μικρό καλοκαιράκι  έσβηνε σιγά σιγά καθώς οι μέρες έτρεχαν,  ο κρύος καιρός έδιωχνε τους θαμώνες της πλατείας,  και τα δέντρα έριχναν τα  κίτρινα φύλλα τους πάνω στα τραπεζάκια και στις άδειες καρέκλες.
 Οι δυο παλιοί συμμαθητές  δεν βρέθηκαν πάλι στην γνωστή  τους γωνιά.  Δεν έτυχε ;  Δεν ήθελαν; Δεν το επεδίωξαν; Δεν κράτησαν επαφή;
Η Βιβή τον σκεφτόταν που και που. Περνούσε από εκεί στα γρήγορα και δεν τον έβρισκε. Καμιά φορά τον σκεφτόταν με ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ, άκου εκεί Βιβή! Την θυμόταν μ’ αυτό το κοριτσίστικο παράνομα  της που δεν της άρεσε καθόλου. Όταν τελείωσε το σχολείο το άλλαξε και το έκανε  Ευη , πιο εύηχο της φαινόταν και όλοι την ήξεραν σαν κυρία Ευη τώρα πια.
Αναπολώντας το ΠΑΡΕΛΘΟΝ δεν ειχε να θυμηθεί και τίποτα το συγκλονιστικό. Οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ της ήταν ανιαρές έως μηδαμινές. Ακολούθησε την πορεία μιας συνηθισμένης γυναίκας που ο προορισμός της είναι να γίνει σύζυγος και μητέρα. Κανένα ΜΥΣΤΗΡΙΟ δεν έκρυβε. Ο ΚΥΚΛΟΣ του έγγαμου βίου της έκλεισε άδοξα και απότομα, όταν ο αξιότιμος σύζυγός της ερωτεύτηκε λέει … μια άλλη και έφυγε από το σπίτι.
Ο δικός τους ΕΡΩΤΑΣ είχε από καιρό τελειώσει. Πικράθηκε αλλά δεν την πήρε κι από κάτω. Ξαφνικά ένιωσε  ελεύθερη να μπορεί να κάνει  πράγματα που αλλιώς δεν θα τολμούσε. ΘΕΛΩ να ζήσω με ΠΑΘΟΣ την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν θα γίνω εγώ το ΛΙΜΑΝΙ κανενός ξέμπαρκου.  Ναι ένα ΤΑΞΙΔΙ θα ήταν ότι καλύτερο αυτή την εποχή. Μέσα στα χρώματα του Φθινοπώρου και στον μελαγχολικό καιρό θα έβρισκε τη ΛΥΤΡΩΣΗ από τις καταθλιπτικές της σκέψεις, γνωρίζοντας όμορφα μέρη και καινούργιους ανθρώπους. Ήθελε από χρόνια να πάει στο χωριό του πατέρα της. Ένα ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ είχε πάει μόνο όταν ήταν μικρή και της είχε μείνει μια γλυκιά αίσθηση από τότε. Ήταν υπέροχος τόπος,  συνδύαζε θάλασσα και βουνό  και ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ήταν μεγάλος για να πάει.
Βρήκε  δωμάτιο σ΄ένα παραδοσιακό ξενώνα και από το μπαλκόνι της απολάμβανε την απίστευτη θέα μέχρι πέρα μακριά στον ορίζοντα της θάλασσας και  μέχρι πάνω στις πανύψηλες βουνοκορφές που ήταν γεμάτες με χρυσοκόκκινα δέντρα.
Εκείνη την μέρα είχε συννεφιά, μια ήσυχη γλυκιά μουντάδα ένωνε το γκριζογάλανο  της θάλασσας και του ουρανού. Έκανε ψύχρα αλλά δεν φυσούσε, ήταν ένας ήπιος καιρός για περίπατο στην ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ.  Το κυματάκι έσκαζε απαλά στα πόδια της και το νερό καθάριο σαν γυαλί. Τι κρίμα που είμαι μόνη σκέφτηκε. Που δεν έχω έναν άνθρωπο να μοιραστεί μαζί μου αυτή την ομορφιά.  Ξαφνικά είδε  λίγο πιο πέρα στην έρημη αμμουδιά καπνό να βγαίνει από μια ΦΩΤΙΑ. Φαίνεται κάποια παρέα  θα την άναψε για να ψήσουν. Όμως δεν ήταν καμιά παρέα παρά μόνο ένας μοναχικός άνθρωπος που καθόταν  κοντά και ρέμβαζε χαμένος στις σκέψεις του. Τον πλησίασε με θάρρος.
-Καλώς τηνε, έλα σε περίμενα, έλα να ζεσταθείς… Ευη!!
-Διονύση !!!! εσύ  πως βρέθηκες εδώ ; Και πως ξέρεις πως με λένε τώρα Έυη και όχι Βιβή;
- Όποιος ενδιαφέρεται μαθαίνει. Και μένα με ενδιαφέρεις πολύ Ευη.  
Δεν περίμενε πολλά για αρχή… ένα χαμόγελό της του αρκούσε και αυτή του το πρόσφερε γενναιόδωρα.



Μέρος 4ον  και τελευταίο

Πες πως ήταν μια από τις μαγικές εκείνες στιγμές που η συνάντηση  δυο ανθρώπων ολοκληρώνει το ΠΑΡΑΜΥΘΙ  μετά από πολλά χρόνια.  Η Ευη δεν ήταν πια το ΚΟΡΙΤΣΙ που είχε ερωτευτεί  ο Διονύσης,  αλλά μια ώριμη κυρία άγνωστη σ΄αυτόν. Κι όμως όλα πάνω της,   του ήταν γνώριμα. Τα ΧΑΜΟΓΕΛΑ της, οι κινήσεις της, οι εκφράσεις της… όλα έβγαιναν σιγά σιγά μέσα από την ΟΜΙΧΛΗ της ΛΗΘΗΣ και την αναγνώριζε και πάλι από την αρχή.
Αυτός ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ του, ήταν κάποτε ΟΥΤΟΠΙΑ. Και τώρα τι προσπαθούσε να βρει;
-Δεν είμαστε πια παιδιά Ευη, έχουμε κάνει τις διαδρομές μας, έχουμε ζήσει τις δικές μας καταστάσεις και ο καθένας μας σέρνει πίσω του τη δική του ιστορία. Όμως δεν είμαστε και  τόσο μεγάλοι για να αρνηθούμε την συντροφικότητα που θα φέρει η αγάπη μας,  για μια ΝΙΚΗ στην μοναξιά.  Δεν ήταν ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ αυτό που ένιωθα για σένα. Υπάρχει ακόμα… έστω και κρυμένος μέσα μου.  Να κοίτα εδώ έχω πάντα μαζί μου αυτή την παλιά ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ από μια σχολική μας εκδρομή. Κοίτα πόσο ωραίοι ήμασταν,  πόσο αθώοι, και πόσο νέοι, Δεν είδες ποτέ τα μάτια μου τα ερωτευμένα. Δεν έδωσες ποτέ σημασία στην παρουσία μου.  Ξέρω ήμουν για σένα πολύ μικρός για να με δεις αλλιώς… 
Η Ευη τον άκουγε ξαφνιασμένη να της ανοίγει έτσι την καρδιά του. Αυτό το  ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ των ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ του,  ξεσήκωσε μια ΘΥΕΛΛΑ μέσα της που δεν μπορούσε να την κατευνάσει.  Όχι δεν ήταν μια ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΑ που έσκασε και πάει χάθηκε. Ήταν εκεί κι ακόμα ζούσε και ζητούσε να βρει την ολοκλήρωση.
Καθώς ο ουρανός έπαιρνε το βαθύ μπλε της νύχτας μια ανατριχίλα την διαπέρασε.
-Άρχισε ψυχρούλα… κρυώνεις; Έλα πάμε κάπου πιο ζεστά.
Εκείνη τον ακολούθησε  αμίλητη,  δίνοντας του το χέρι να περπατήσουν μαζί. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα… εκείνος κατάλαβε.
Ο ΡΥΘΜΟΣ των βημάτων τους έγινε ίδιος και συγχρονισμένος.
Μια γλυκιά θαλπωρή τους υποδέχτηκε από το ΤΖΑΚΙ της μικρής ταβερνούλας. Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι για δυο. Δεν χωρούσε κανείς άλλος ανάμεσά τους.  
Δυο παλικάρια έπαιζαν μουσική, ο ένας με κιθάρα κι άλλος με μπουζούκι και τόνιζαν με τα τραγούδια τους την βαθιά ερωτική ατμόσφαιρα.
-Άκου αυτό, είναι το ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ μου τραγούδι.
-Και μένα πάντα μου άρεσε. Ας γίνει το τραγούδι μας λοιπόν.
Ήταν μια  ΜΕΛΩΔΙΑ ΨΥΧΗΣ…για μια καινούργια ζωή που θα τους ένωνε … Για πάντα;  Δεν ξέρω,  για όσο κρατούσε όμως θα ήταν υπέροχο να τη ζήσουν.

ΤΕΛΟΣ

Ζήνα Μαρνέζη 12-11-2016


Υ.Σ. Ευχαριστώ τους φίλους και ακροατές του Magic radio live,  που συμμετείχαν σ’ αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις, και βγήκε  αυτή η ιστορία σε  τέσσερεις συνέχειες. Ιδιαιτέρως για την συμμετοχή τους με τις δικές τους προτάσεις,   για την επιλογή  του Αγαπημένου τραγουδιού.  Το τραγούδι που κέρδισε  τις εντυπώσεις ήταν επιλογή της φίλης μας Ελένης ή αλλιώς όπως είναι γνωστή στην μαγική μας παρέα Κοτσιρούλα. Της το αφιερώνω με πολύ πολύ αγάπη!!!





Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΑΣ

Το τραγούδι που δεν ακούσαμε ποτέ μαζί


Ξέρεις τι ονειρεύομαι; Ξέρεις που ταξιδεύει το μυαλό μου κάθε φορά που χάνεται το βλέμμα μου στο κενό; Ναι ξέρεις … πάντα ξέρεις… όλα τα ξέρεις εσύ…μπαίνεις μέσα στις σκέψεις μου τις πιο ανομολόγητες , τις πιο τρελές, είσαι παντού …δεν μου αφήνεις χώρο να κρυφτώ από σένα. Ξέρεις πριν από μένα τι θέλω και με προλαβαίνεις… Μερικές φορές αγανακτώ…θυμώνω …σου λέω ψέματα…  σε πικραίνω το νιώθω… αλλά δώσε μου λίγο αέρα να ανασάνω.
Έτσι σκεφτόμουν πριν … τότε που άπλωνα το χέρι και σε άγγιζα. Τότε που ήσουν σάρκα  χειροπιαστή. Τότε πριν χαθείς και μου μείνει στα χέρια η αόρατη παρουσία σου.
Κάθε πρωινό βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτώ τον ουρανό που αλλάζει χρώματα,  γίνεται φωτεινός και σβήνει τα αστέρια. Ψάχνω να βρω τα σημάδια της παρουσίας σου στην νύχτα που πέρασε. Ψάχνω να βρω τα μηνύματά,  που αφήνεις σαν τα χνάρια σου πάνω στο βαθύ γαλάζιο του σύμπαντος πριν σε διώξει ο ήλιος.
Με  ποια τραγούδια να σε θυμάμαι αγαπημένε μου; Όλα αυτά που σιγοτραγουδήσαμε μαζί με πληγώνουν. Θέλω να τα ξεχάσω, να μην τα αγαπώ πια.  Κάθε πρωινό περιμένω να ακούσω το μήνυμα που θα μου στείλεις με το πρώτο τραγούδι της αυγής. Έτσι θα καταλάβω τις διαθέσεις σου, τις σκέψεις σου και αν είσαι ακόμα κοντά μου και με προσέχεις.
Ξέρεις τι ονειρεύομαι; Να κάνω το ταξίδι που θέλαμε και οι δυο και δεν προλάβαμε. Να πάω μόνη μου και να σε κλείσω μέσα στις βαλίτσες μου,  να με βλέπεις και ας μη μου μιλάς. Να πάω σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό αποκλεισμένο από τα χιόνια. Να βρω ένα ζεστό δωμάτιο σε παραδοσιακό ξενώνα. Να πίνω ρακόμελα τα βράδια δίπλα στο τζάκι και να βλέπω τις νιφάδες από το τζάμι, να χορεύουν χαρούμενες και ξένοιαστες.
Να κάνω περιπάτους στα πέτρινα γεφύρια και να τρυπώνω στους καφενέδες με τους παροπλισμένους γέρους που ρουφάνε τον καφέ τους και βαράνε το κομπολόι τους βαριεστημένα. Να ακούω τις θυμοσοφίες τους και να πιάνω κουβέντα μαζί τους.   Να τους ξεγελάω πως τάχα είμαι μόνη μου αλλά θα ξέρω πως είσαι εκεί και ευχαριστιέσαι μαζί μου αυτή την ήσυχη και ραχάτικη ζωή. Να το κάνω για σένα… 
Γιατί αυτό το μήνυμα μου έστειλες μ’ αυτό το τραγούδι που δεν προλάβαμε να ακούσουμε ποτέ μαζί. Αυτός ο λυγμός που κρύβει μέσα του είναι δικός σου. Είναι τα λόγια που θέλεις να μου φωνάξεις,  πνιγμένα μέσα σου, βουβά και μουγκά αλλά ξέρεις πως μόνο εγώ μπορώ να τα ακούσω.

Ζήνα Μαρνέζη 1-2-2016 


Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ


     Στον κεντρικό δρόμο που χωρίζει στα δύο το χωριό μας , υπήρχε ένας καλοκαιρινός κινηματογράφος. Εκεί δίπλα ήταν το σπίτι του φίλου μου του Αντώνη, μια μάντρα τους χώριζε. Ανεβαίναμε στην ταράτσα τα βράδια και βλέπαμε όλα τα έργα. Ελληνικά, ξένα, βουκολικά , καουμπόικα, κωμωδίες και μελό, κι αν ήταν κανένα τολμηρό και βλέπαμε φιλιά και λίγο γυμνό, ξεφωνίζαμε από χαρά γεμάτα έξαψη και ντροπή. Είχε αρχίσει βλέπεις η πονηράδ,  ήδη ξέραμε πια  την διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα.
Το σινεμά ήταν μια μαγεία που ξεδίπλωνε μπροστά στα μάτια μας όλο τον κόσμο. Μέσα απ' αυτά τα έργα μάθαμε την ζωή. Τον έρωτα,   την αγάπ,  το μίσος, τη χαρά , την λύπη , την προδοσία και τον πόνο. Συμπάσχαμε με τους ήρωες, γινόμαστε ένα μαζί τους.
 Την άλλη μέρα παίζαμε  το έργο που είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ, το ζούσαμε τόσο ζωντανά και έντονα που στο τέλος κλαίγαμε. Εγώ έκανα την Μάρθα Βούρτση με μια κούκλα στην αγκαλιά για μωρό και ο Γιώργος έκανε  τον Ξανθόπουλο και καθόταν σε μια πέτρα και τραγούδαγε . Πετραδάκι πετραδάκι για τα σένα το 'χτισα


     Αξέχαστα βράδια καλοκαιρινά. Μεσ' την σιγαλιά της νύχτας ακουγόταν μόνο η μουσική απ' τον σινεμά και μοσχομύριζε το νυχτολούλουδο και το γιασεμί. Απ’ την μουσική νοιώθαμε την σκηνή χωρίς να την βλέπουμε, αν ήταν χαρούμενη ή λυπητερή, αν ήταν τρομαχτική ή επιβλητική και μπαίναμε κι εμείς σε μια εικονική πραγματικότητα ζώντας την ιστορία του έργου.
 Η μουσική πάντα με γέμιζε με συναισθήματα έντονα , με έκανε να ανατριχιάζω και να ζω σαν την ηρωίδα ενός φανταστικού κόσμου, φτιαγμένο σαν σε αχνορόδινα σύννεφα.
 Ήδη έβλεπα την εικόνα μου στους τίτλους μιας ταινίας να πρωταγωνιστώ πλάι στους μεγάλους ηθοποιούς που θαύμαζα και ονειρευόμουν να παίζω σπουδαίους ρόλους , ντυμένη με πλούσια και φανταχτερά ρούχα.    
      Όταν μαζευόμουν στο σπίτι, μαγεμένη απ' όσα είχα δει και γεμάτο το κεφάλι με καινούργιες ιστορίες, καθόμουν στην αυλή κάτω απ' την μουριά με όλη την οικογένεια.
Η μαμά έφερνε πιατέλες με δροσερό καρπούζι και μυρωδάτο πεπόνι, σταφύλια και αχλάδια και ζουμερά ροδάκινα.
Βάζαμε σιγανά το ραδιόφωνο και νοιώθαμε ότι αυτός ήταν ο κόσμος μας, όμορφα και αγγελικά πλασμένος.  Εμείς τα κορίτσια μιλούσαμε χαμηλόφωνα και λέγαμε τα νέα της ημέρας.  Ο μπαμπάς έπινε παγωμένη μπύρα και ξεκουραζόταν. Η μαμά αποκαμωμένη απ' τις δουλειές του σπιτιού χαλάρωνε στην καλαμένια της πολυθρόνα και έκλεινε τα μάτια. Είναι κουρασμένη , σκεφτόμουν , όμως παρατηρούσα προσεχτικά το πρόσωπό της και έβλεπα μια γαλήνη και ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη της.
Ποιος μπορούσε να καταλάβει ότι αυτή είναι η ευτυχία;   Τόσο απλή και καθημερινή που κρατιέται από μια λεπτή  κλωστίτσα και σπάει εύκολα και πάει.
«Άντε πέρασε η ώρα.» έλεγε ο μπαμπάς και έδινε το σύνθημα να πάμε για ύπνο. ΄Εγώ πήγαινα σιγά σιγά στο κατώι για να μην ξυπνήσω τις γιαγιάδες μου και χωνόμουν στο κρεβάτι.
«Χάιντε το βρήκες το κρεβάτι σου πορτογυρού;» ψιθύριζε η Ευανθία με το ένα μάτι μισάνοιχτο. «Σβερκώσου να ησυχάσουμε.» και γύριζε πλευρό να κοιμηθεί ήσυχη πια απ' την έννοια μου.

     Τα πρωινά του καλοκαιριού ήταν άλλο πανηγύρι. Ερχόταν ο θείος ο Παναγιώταρος, αδελφός της γιαγιάς με το τραχτέρ και μας έβαζε όλες στην καρότσα, να μας πάει στην θάλασσα για μπάνιο.  Στον δρόμο όποιον βρίσκαμε τον παίρναμε κι αυτόν πάνω στην καρότσα. 
 Με γέλια και τραγούδια φτάναμε τελικά στην θάλασσα και εκεί ξεσαλώναμε τελείως.
Η παραλία  μας ήταν η πιο όμορφη του κόσμου. Καλά νερά και ρηχά, χρύσιζε η άμμος απ' τον ήλιο και βλέπαμε πεντακάθαρα  τα ψαράκια και τα κοχύλια στο βυθό.
Σε αρκετά μέτρα βάθαινε και αν ήξερες καλό κολύμπι πέρναγες τα βαθιά και έφτανες στην δεύτερη άμμο που ξαναγίνονταν ρηχά τα νερά.   
Εγώ ποτέ δεν έφτασα στην δεύτερη άμμο, φοβόμουν, πλατσούριζα στα ρηχά και κτυπούσα τα πόδια μου στα πετραδάκια κάνοντας ότι κολυμπώ.
«Βρε έλα μέσα, μη φοβάσαι, θα σε κρατώ εγώ.» φώναζε η Ελένη
«Όχι εδώ θέλω.» τσίριζα.
Ο θείος ο Παναγιώταρος ήταν πια ηλικιωμένος και χήρος και δεν μπορούσε να μας προσέχει και γι’ αυτό έπαιρνε  μαζί και την Ευανθία για να κουμαντάρει τόσα παιδιά.  Αλλά ήταν τόσο πολύ καλαμπουρτζής που μας έκανε να γελάμε μέχρι σκασμού με τα αστεία του. Ειδικά όταν πείραζε την Ευανθία με πονηρά και αθυρόστομα σχόλια.  Την έκανε να κοκκινίζει από ντροπή και θυμό.
Της έκλεινε πονηρά το μάτι και έστριβε το μουστάκι του νωχελικά.
  «Έλα μωρη,  πότε θα βάλεις το μπικίνι σου να φχαριστηθεί το μάτι  μου;»
Εκείνη όμως καθόταν μ’ ένα μαύρο μισοφόρι και έμπαινε στην θάλασσα μέχρι τα γόνατα μόνο και μόνο για να ελέγχει τα παιδιά.
«Χάιντε μπρε ντελημπεκίρη, ρούφα τις κοιλιές σου που θες και μου να κολλήσεις, κοίτα μούτρα !»
«Τώρα που χήρεψα μωρή θα παντρευτώ εσένα!»
«Αμπού ξουμπούκ πράματα δεν ακούω. Τι με θες μένα μπρε,  για να σου βλέπω τα σώβρακα;»
«Και για ότι άλλο ήθελε προκύψει Ευανθίτσα μου.»
«Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια, τι να προκύψει τώρα πια μπρε πεζεβέγκη; Χάιντε νε ,να μου χαθείς, μου θες και παντρειές.»  και αδιαφορώντας γι αυτόν έδινε την προσοχή της στα κορίτσια.
«Ελένηηη, Βαγγελίτσααα που πάτε σεις στα βαθειά; Βγήτε τώρα έξω, τώρα είπα ! Ευγενιωωώ   τώρα θα σε πιάσω μωρή θα σε κάνω μαύρη. Μη πάτε στα βαθειά!» ξεφώνιζε.
     Αξέχαστη Ευανθία, είχε και τα φλερτάκια της, είχε και τα μάτια της ανοιχτά να μας προσέχει. Όταν μας μάζευε τελικά,  μας σκούπιζε με τις πετσέτες και μας φόραγε στεγνά φανελάκια και άνοιγε το καλάθι. Αυγουλάκια βραστά,  φωμί και τυρί, φρούτα , ολόκληρο κολατσιό.
Πεινασμένες όπως είμαστε πέφταμε με τα μούτρα στο φαΐ.
«Αχ τα πουλάκια μου πεινάσανε, η θάλασσα ανοίγει την όρεξη. Φάτε,  φάτε…  φάε μωρ’ συ και το αχλάδι…» με σκούνταγε.
«Δεν θέλω άλλο μπούχτησα…»
«Μπούχτησες,  ξεμπούχτησες εγώ τα καλάθι θα το πάω άδειο πίσω, Φάε , φάε  για δε θα πας το βράδυ σινεμά..»
«Το βράδυ θα πάω σινεμά.» έλεγα με πείσμα.
«Δε θα πας πουθενά σουρσούκα,  ότι θες εσύ θα κάνεις..»
«Θα πάει στην μάντρα του Αντώνη σαν τα γυφτάκια.» είπε περιφρονητικά η Βαγγελίτσα.
«Ναι στην μάντρα του Αντώνη, γιατί θες τίποτα;» της αντιμίλησα.
«Εσύ παιδί μου είσαι σαν τα αλητάκια , σαν τα βρωμόπαιδα που γυρίζουν από δω κι από κει.  Είσαι κορίτσι καθώς πρέπει εσύ;»
«Καλά κάνω !»
«Κακομαθημένο!»
«Είσαι και φαίνεσαι!»
«Κι απ’ την μούρη κρέμεσαι !»
«Ανάμ μπρε σεις που τα ακούτε αυτά τα λόγια; Σταματήστε μη σας μαλώσω. Και συ ίσα με το μωρό γίνεσαι;»
«Σιγά το μωρό, ολόκληρη γαιδούρα !»
 Έτσι ήταν η Βαγγελίτσα, ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο.
«Καιρός να τα μαζεύουμε για το σπίτι, άντε όλος ο λόχος πάνω στην καρότσα.» φώναζε ο θείος καθώς προσπαθούσε να βάλει μπρος την μηχανή του τραχτέρ . Μπρ μπρ έκανε το μοτέρ που το τραβούσε μ’ ένα σχοινάκι για να πάρει μπρος και ξεκινάγαμε.
«Ποιο καλό κορίτσι θα μου πει ένα τραγουδάκι;» Εμείς ξέραμε ποιο ήταν το αγαπημένο του και κάθε  μέρα μας το ζητούσε.
Και αρχίζαμε όλες μαζί!

Σε μια νύχτα μου ΄χεις κάνει

 άσπρα τα μαλλιά, μαύρη τη καρδιά.

 Σε μια νύχτα μου ΄χεις κανει το φτωχό κορμί σαν το δεντρο που το καψαν χίλιοι κεραυνοί….


Και στο ρεφραίν έμπαινε και ο θείος με την αγριοφωνάρα του.
        Και σκούνταγε την Ευανθία που καθόταν δίπλα του στο τιμόνι.
«Ανάμ μπρε συ,  πρόσεχε μη μας ρίξεις σε κανά χαντάκι.»

Γιατί με πρόδωσες γιατίιιι…….

Γιατί  νοσταλγία  νιώθουμε για εποχές που τις ζήσαμε ευτυχισμένα και ξένοιαστα και μόνο η παιδική ηλικία και οι παιδικές μνήμες  μας περιέχουν τις όμορφες στιγμές μας και τα πρόσωπα που μας τις χάρισαν απλόχερα και έμειναν για πάντα στην καρδιά μας.

Ζηνοβία Μαρνέζη 17-1 -2016
  

ΥΣ το τραγούδι έχει το άρωμα της νοσταλγίας των παιδικών μας  ακουσμάτων από τα μικρά σαραπεντάρια δισκάκια που ακούγαμε στο πικ απ.   

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Το φως της αγάπης

 Το Φως της αγάπης
Τι γρήγορα που χειμωνιάζει  στα νησιά. Η θάλασσα από γλυκιά και γαλήνια  αγριεύει και θυμώνει. Έχει δυο όψεις,  μια  χαΐδεύει και μια χαστουκίζει, όπως η γυναίκα η ερωτευμένη. Είναι  μια γυναίκα αιώνια ερωτευμένη,  που γεύεται την ευτυχία και το πάθος  αλλά και την οργή, τη ζήλεια, το πόνο και την οδύνη. Γιατί ο έρωτας  είναι ζόρικος, τα θέλει όλα και όλα  τα παίρνει δίχως έλεος.  Θέλει τα κύματα ψηλά να σε ρουφάνε,  να σου παίρνουν όλη την αναπνοή και να σε πετάνε στην αμμουδιά   άψυχο κουφάρι. Θέλει ώρες ατέλειωτες  να κοιτάς  τον ορίζοντα και τα μάτια σου να βλέπουν μόνο τον έρωτα που αντανακλά  στο πρόσωπο που αγαπάς. Μια  μάγισσα είναι η θάλασσα, μια σειρήνα που σε καλεί να πέσεις μέσα της,  να μάθεις  κολύμπι στα βαθειά και αν επιζήσεις να εκτιμήσεις το δώρο της. Γιατί δώρο είναι ο έρωτας, σε διαλέγει στη τύχη, τον νιώθεις πάνω σ΄ένα κλικ αστραπή του μυαλού σου  και τον αρπάζεις απ’ τα μαλλιά  για να σωθείς.  Του χαρίζεις  τα πάντα  χωρίς να κρατήσεις τίποτα για σένα,   αλλιώς σε προσπερνάει και σ΄αφήνει να τον  αποζητάς  σε λάθος δρόμους.




Τι όμορφος που ήσουν ! Πέρασε ένας χειμώνας και δεν τόλμησα να κοιτάξω παλιές φωτογραφίες. Φοβόμουν … μη σβήσει η ανάσα μου από πόνο.
Τι όμορφος που ήσουν … τώρα το νιώθω.  Η ομορφιά σου έβγαινε μέσα  από τα μάτια σου καθώς με κοιτούσες και γινόμουν κι εγώ όμορφη. Μια αληθινή ομορφιά που έβγαινε μέσα από την αγνή και αθώα σου ψυχή.

Είμαι πολύ πλούσιος που είχες πει στην πρώτη μας συνάντηση, τότε που μετράγαμε τις δραχμούλες μας και δεν μας έφταναν για τίποτα, και παίρναμε το δρόμο με τα πόδια … και περπατάγαμε χιλιάδες χιλιόμετρα μαζί,  ψάχνοντας ο ένας τον άλλον, μέσα από τις κουβέντες, τα γέλια και τις μουσικές.
Τι πλούσιος που ήσουν! Γεμάτη η καρδιά σου από πλούτη που μου  τα χάρισες γενναιόδωρα κι εγώ τα κράτησα  μέσα μου πολύτιμο θησαυρό.

Δεν θέλω να ξεχάσω … δεν θέλω … Θέλω να βλέπω τα μάτια σου να λάμπουν όπως εκείνη την πρώτη στιγμή που τα είδα κι άστραψαν φωτίζοντας,   το μυαλό και  την καρδιά μου,  γεμίζοντας την από βαθιά και απόλυτη αγάπη!

 Πέρασε ένας χειμώνας … και δεν τολμούσα να σε φέρω μπροστά μου.  Κι ο χειμώνας που έρχεται με τρομάζει ακόμα πιο πολύ.


 Ζήνα Μαρνέζη  21-9-2015

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

ΕΤΣΙ Μ' ΑΡΕΣΕΙ

Έτσι μ’  αρέσει

Η μάνα της ήταν πολύ καχύποπτη το τελευταίο καιρό. Δεν της ξέφευγε τίποτα. Από ένστικτο πες , ένιωθε πως η κόρη της είχε αλλάξει πολύ. Κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου.  Ήταν ικανή να τα κάνει φύλλο και φτερό εκεί μέσα  για να ανακαλύψει ποιος ξέρει τι ; 
Όμως και η Ερωφύλη στο πίσω μέρος του μυαλού της είχε τη φυγή, ίσως δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμη , αλλά μια αφορμή περίμενε για να τα τινάξει όλα στον αέρα.
 Σε λίγες μέρες θα έκλεινε τα 18, μέχρι πότε θα την εξουσίαζε η μητέρα της;  Είχε παλέψει πολύ από μικρό αθώο παιδί, είχε καταπιεί χιλιάδες προσβολές και είχε σκύψει άλλες τόσες το κεφάλι στις παραξενιές και στις ιδιοτροπίες των πλούσιων πελατισσών της κυρίας Ζωζώς,  αλλά  προπαντός από την μάνα της. Ποτέ δεν υπήρξε το καλομαθημένο κοριτσάκι που ασχολείται μόνο με τα βιβλία και το σχολείο της. Δεν έζησε ποτέ σαν ξένοιαστο παιδί. Καταπίεσε τον ατίθασο χαραχτήρα της , τον εγωισμό της,  αλλά και την αξιοπρέπεια της πολλές φορές. Ποτέ δεν εκανε αυτό που της αρέσει.  Έμαθε όμως και πολλά, έμαθε από την  συναναστροφή με κυρίες που είχαν γούστο και μόρφωση, καλλιτεχνικές ευαισθησίες και  κοινωνικές εμπειρίες. Έμαθε να μιλά σωστά, ευγενικά και διπλωματικά και να πραγματοποιεί με τον τρόπο της, όλες  τις παράλογες ή περίεργες επιθυμίες τους. Ανέπτυξε το επίπεδό της στο μεγάλο σχολείο της Ζωζως. Δεν ήταν αχάριστη, με αυτά τα εφόδια θα ξεκινούσε την επαγγελματική της καταξίωση …όμως μακριά από δω , σε άλλο τόπο. Η Αθήνα την καλούσε σαν γλυκιά σειρήνα, εκεί βρίσκονταν όλες οι ευκαιρίες.
Να όμως που τώρα  η καρδούλα της την εξουσίαζε και το γλυκό βέλος του έρωτα  την λάβωσε ανεπανόρθωτα.  Η λογική της έλεγε να φρενάρει λίγο τα αισθήματά της. Αυτός θα είναι πάντα φευγάτος, η ζωή του όλη θα είναι πάνω σ’ ένα τιμόνι και το σπίτι του οι απέραντοι και ατέλειωτοι δρόμοι. Κι αυτή θα περιμένει σκυμμένη πάνω στο βελόνι πότε θα έρθει για ζήσουν μαζί λίγες στιγμές μέσα στην αιωνιότητα.
 Νωρίς το πρωί έφυγε για τα μαγαζιά πριν πάει στο ατελιέ της Ζωζως Η Θεσσαλονίκη έσφυζε   από κίνηση, είχαν κατακλύσει οι δρόμοι και τα ξενοδοχεία από επισκέπτες της Έκθεσης. Στα εγκαίνια θα έρχονταν ολόκληρη η στρατιωτική κυβέρνηση με κάθε επισημότητα και η πόλη είχε φορέσει τα καλά της και παντού ανέμιζαν οι Ελληνικές σημαίες. Σε κάθε τοίχο κολλημένες αφίσες για την Διεθνή Έκθεση και για το φεστιβάλ τραγουδιού, που ήταν πλέον μεγάλο γεγονός για την πόλη. Στάθηκε μπροστά σε μια αφίσα σαν μαγνητισμένη. ΝΑΙ θα αγόραζε δυο εισιτήρια για να  πάει. Θ  Περίμενε υπομονετικά στη ουρά του ταμείου, ήσαν ακριβά πανάθεμά τα, πενήντα δρχ το ένα, για καλή θέση μαζί με τους επισήμους,  100 δρχ τα δυο   αλλά χαλάλι της  θα τα έδινε, τι στο καλό ένα δώρο στον εαυτό της δεν μπορούσε να κάνει μετά από ένα εξαντλητικό καλοκαίρι;  Το σημείωμα του με το τηλέφωνο το κρατούσε πάνω της σαν φυλαχτό.
Επιτέλους ξημέρωσε η μέρα …ήταν εδώ, αποσταμένος από τα ταξίδια του περίμενε ένα της σημάδι.
Η κοπέλα ζήτησε δέκα λεπτά άδεια από την κ. Ζωζω, με μια πρόχειρη δικαιολογία και βγήκε στο δρόμο στο περίπτερο να πάρει τηλέφωνο.  Άκουσε μια γυναικεία φωνή … προς στιγμή ταράχτηκε , αλλά μέτα θυμηθηκε πως θα το σήκωνε κάποια γραμματέας.
« Εμπρός  σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω παρακαλώ.»
«Θα ήθελα να μιλήσω με τον κ. Θωμά Κομνηνό, μου έδωσε αυτό το τηλέφωνο.»
«Περιμένετε λίγο παρακαλώ να δω αν είναι εδώ.»
Η καρδιά της κόντευε να σπάσει και τα χέρια της έτρεμαν, τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει από την ντροπή. Που ακούστηκε μια κοπέλα να ζητάει έναν άνδρα στο τηλέφωνο;
«Παρακαλώ ποιος είναι στο τηλέφωνο;» Άκουσε μια ανδρική φωνή
«Θωμά εσύ είσαι;»  Ψέλλισε ταραγμένη.
«Ναι ο Θωμάς  είμαι, εσύ ποια είσαι κούκλα μου.»
Για μια στιγμή τάχασε ακούς εκεί… από πόσες περίμενε τηλέφωνο;
Βρήκε την ψυχραιμία της και απάντησε ψυχρά.
«Ερωφύλη με λένε αν με θυμάσαι, εσύ μου έστειλες το νούμερο, αλλά φαίνεται το έχεις δώσει κι αλλού.»  
Άκουσε το δυνατό γέλιο του.
«Έλα βρε κορίτσι μου βεβαίως και σε θυμάμαι, έχω στηθεί εδώ απ το πρωί για να σε περιμένω, είχα και την αμφιβολία αν θα με πάρεις αλλά άξιζε η αναμονή. Μου έλειψες …το ξέρεις;»
Έχασε τα λόγια της απ’ τη χαρά της.
«Σε  …σε πήρα να σου πω ευχαριστώ για τα όμορφα δώρα σου.
«Αλήθεια σου άρεσαν; Το έφτιαξες το φόρεμα; Απόψε θα το φορέσεις να σε συνοδεύσω σε επίσημο δείπνο;
«Ναι απόψε θα το φορέσω, αλλά θέλω εγώ να σε προσκαλέσω σε κάτι άλλο.  Έχω δυο εισιτήρια για το Φεστιβάλ τραγουδιού, θέλεις να με συνοδεύσεις εκεί ή δεν σε ενδιαφέρει καθόλου αυτή η εκδήλωση.»
«Να σου πω την αλήθεια δεν τρελαίνομαι  κιόλας, άσε που θα είναι γεμάτη η αίθουσα από υπουργούς , επισήμους και αξιωματικούς. Αλλά αφού θα έχω εσένα δίπλα μου με μεγάλη μου χαρά να σε συνοδέψω.»

«Εντάξει γλυκό μου κορίτσι, θα φορέσω κι εγώ το σμόκιν μου και θα έρθω να σε πάρω. Πάω να ξαπλώσω τώρα λίγο για να είμαι φρέσκος και ωραίος το βράδυ.  Αύριο ξημερώματα φεύγω πάλι.» 
Άφησε το ακουστικό με ανάμικτα συναισθήματα. Αύριο φεύγει πάλι και μένει μια νύχτα, η αποψινή… μια νύχτα που ήθελε να την ζήσει μαζί του σαν να ήταν η τελευταία της, χωρίς όρια και κανόνες. Πολύ δύσκολο για τον χαραχτήρα της, δεν ήταν από τα εύκολα κορίτσια, ούτε επιπόλαια ήταν. Αλλά ο έρωτας δεν έχει λογική γιατί αλλιώς δεν είναι έρωτας.
Επέστρεψε στο ατελιέ χωρίς όρεξη για δουλειά. Η Ζωζω άρχισε τη μουρμούρα.
«Κυρία Ζωζω θέλω να φύγω νωρίτερα σήμερα.
«Δεν είμαστε καλά, σήμερα που πνιγόμαστε;
«Χθες δούλεψα παραπάνω και τελείωσα τις υποχρεώσεις μου.
«Και τι μ΄αυτό ; Οι υποχρεώσεις εδώ μέσα δεν τελειώνουν ποτέ.
«Τότε σας τελείωσα εγώ. Σας ζήτησα ευγενικά την άδεια για να φύγω αν δεν συμφωνείτε θα σας παρακούσω.
«Για κοίτα εκεί το χαΐβάνι που έβγαλε και γλώσσα.
Η Ερωφύλη δεν έμεινε λεπτό παραπάνω μετά την αντίδραση της Ζωζως, πήρε την τσαντούλα της και έφυγε αποχαιρετώντας μία μία τις κοπέλες της δουλειάς, έδωσε το χέρι της τυπικά  και στην κυρία Ζωζω.
«Σας ευχαριστώ για όλα   κοντά σας έμαθα πολλά, ας μη αποχωριστούμε με πικρές κουβέντες. Δώστε μου σας παρακαλώ το μισθό μου μέχρι σήμερα.»
«Μα δεν βγήκε ο μήνας ακόμη.
«Τα χρειάζομαι σας παρακαλώ.
Δεν της τα έδωσε όλα αλλά της είπε στο τέλος του μήνα θα την ξοφλούσε. Η κοπέλα δεν επέμενε γιατί κι αυτή η ίδια δεν ήξερε που θα βρισκόταν στο τέλος του Σεπτέμβρη. 
Βγήκε στο δρόμο κι ένιωθε σαν το πουλί που το έσκασε απ’ το κλουβί.  Πήγε στα μαγαζιά και αγόρασε γόβες με ασορτί τσαντάκι, καλλυντικά για το πρόσωπο, φίνα σατέν εσώρουχα κι ένα ασημένιο χτενάκι για τα μαλλιά της, απόψε θα τα έπιανε κότσο σαν τις κυρίες του καλού κόσμου. Τίποτα και κανένα δεν θα άφηνε να της χαλάσει αυτή τη βραδιά.
 
 Ούτε στα όνειρά της δεν είχε φανταστεί πως θα εξελιχθεί έτσι αυτή η υπέροχη βραδιά. Της την χρωστούσε η ζωή, η μοίρα της, το πεπρωμένο της;  Όσο καλά κι αν προετοιμάζεις κάτι που ποθείς με όλο σου το είναι, αν η τύχη δεν σε θέλει,  στα σκορπίζει όλα στον αέρα. Όμως η Ερωφύλη εκείνο το βράδυ ένιωσε έντονα το χάδι του Θεού να την ακουμπάει χαρίζοντάς της την απόλυτη ευτυχία. Γιατί τι είναι ευτυχία; Ευτυχία είναι οι μικρές στιγμές που ζωγραφίζουν με χρώματα ανεξίτηλα τη ζωή μας για να μας μείνουν αξέχαστες για να μην τις φθείρει ο χρόνος.
Κάθονταν δίπλα δίπλα , ο ένας ακούμπαγε τον άλλον και μια γλυκιά ανατριχίλα διαπερνούσε τα κορμιά τους. Η αίθουσα κατάμεστη με πολύχρωμο κόσμο, με επίσημους εκπροσώπους και αξιωματικούς με τις κυρίες τους, ντυμένες όλες με τις πανάκριβες τουαλέτες σου, χτενισμένες με περίτεχνες κομμώσεις και φορτωμένες χρυσαφικά στο λαιμό και στα χέρια τους.
Η Ερωφύλη και ο Θωμάς  δεν υστερούσαν σε τίποτα, υπέροχοι και πανέμορφοι  γεμάτοι νιάτα και με μάτια που έλαμπαν από έρωτα κάθησαν σε καλή και περίοπτη θέση γιατί είχαν από τα πιο ακριβά εισιτήρια.
Τα φώτα χαμήλωσαν στη σκηνή, η ορχήστρα άρχιζε να παίζει και ο παρουσιαστής ανήγγειλε  την έναρξη του Φεστιβάλ τραγουδιού.
« Ευτυχείτε  !!!!!!!! » 
Ναι ευτυχούμε …ψιθύρισε ο Θωμάς και της έσφιξε το χέρι. Η μουσική και τα τραγούδια τους συνεπήραν. Η κοπέλα πετούσε στα ουράνια δίπλα του. Σκεφτόταν τα βλέμματα θαυμασμού που τις έριξε μόλις την είδε να βγαίνει από το σπίτι. Αλλά κι εκείνος ήταν υπέροχος και περιποιημένος   με το καλό του κοστούμι.  Έχασε τα λόγια του μόλις την είδε. Αυτό δεν ήταν το απλό χαριτωμένο κοριτσόπουλο που ήξερε αλλά μια όμορφη γοητευτική γυναίκα.

  Η βραδιά ξεπέρασε τις προσδοκίες της, μουσική, καλλιτέχνες, σκηνικά, τα πάντα συνέθεταν ένα θέαμα που το απολάμβανε εκστασιασμένη. Όμως τίποτα δεν θα ήταν ίδιο αν δεν είχε εκείνον στο πλάι της να μοιραστούν μαζί αυτό το λαμπερό υπερθέαμα.
«Νομίζω πως ονειρεύομαι, βλέπω εδώ μπροστά μου πάνω στη σκηνή ολοζώντανους τους τραγουδιστές που ακούω από το ραδιόφωνο και δεν το πιστεύω. Είναι καταπληκτικοί!!»
«Κι εγώ δεν περίμενα να ευχαριστηθώ τόσο πολύ. Έχω ξεχάσει πως διασκεδάζει ο κόσμος, ο καιρός μου περνάει πάνω σ΄ένα τιμόνι στους ατέλειωτους δρόμους. Κι αυτό το οφείλω σε σένα μικρή μου, είχες την καλύτερη ιδέα για απόψε. Μόνος μου δεν θα ερχόμουν ποτέ.
Άκου αυτό το τραγούδι! «Καλωσόρισες έρωτα» με την Άντζελα Ζήλεια, είναι υπέροχο, με άγγιξε πολύ. Λες να βγει πρώτο;»
« Ωραίο είναι αλλά και το άλλο με την Γιοβάνα μ΄αρεσε πολύ
« Έκανα βάρκα το καημό»
«Βάζουμε ένα στοίχημα; Αν βγει το δικό μου πρώτο,  θα δεχτείς να πάμε να φάμε κάπου σ’ ένα ταβερνάκι.»
«Κι αν βγει το δικό μου;»
«Και πάλι θα δεχτείς. Δεν υπάρχει αντίρρηση.»
Άγγιξε τρυφερά το χέρι της και το έφερε στα χείλη του.
 «Είσαι πολύ γλυκό κορίτσι, θα θυμάμαι αυτή τη βραδιά στα μοναχικά μου ταξίδια.»  
Μια μελαγχολία έπεσε ανάμεσά τους. Ένας δειλός έρωτας που δεν είχε μέλλον να θεριέψει και να διεκδικήσει τις καρδιές τους. Σε λίγες ώρες οι δρόμοι τους θα χώριζαν πάλι. Μόνο κάτι τρελό κα παράτολμο θα μπορούσε να ενώσει αυτούς τους δυο. Ο διαγωνισμός τραγουδιού τελείωσε μέσα σε χειροκροτήματα και επιφωνήματα θαυμασμού. Ο κόσμος έφευγε και συνωστιζόταν στις πόρτες βιαστικός. Η ώρα είχε περάσει αλλά η Ερωφύλη δεν ήθελε να τελειώσει αυτή  η νύχτα, ασχέτως αν θα είχε φασαρία στο σπίτι της. Δέχτηκε με χαρά να πάνε κάπου να φάνε, έτσι κι αλλιώς δεν μίλησαν και πολύ κι είχαν πολλά να πούνε.
«Κέρδισα το στοίχημα το τραγούδι μου βγήκε πρώτο. Άρα τώρα θα με ακολουθήσεις να συνεχίσουμε την νύχτα μας κάπου αλλού. Αυτή θα είναι η δική μας νύχτα!»
 Μπήκαν στο αμάξι και εκείνη αφέθηκε στην δική του επιλογή,  εκείνος κρατούσε τώρα το τιμόνι της βραδιάς τους.

 Το ταβερνάκι είχε κόσμο, αλλά ευτυχώς βρέθηκε τραπέζι έξω στο αίθριο. Έκανε ψυχρούλα, όμως ούτε καν το πρόσεξαν χαμένοι ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου.
Το γκαρσόνι τους έφερε διάφορα  ορεκτικά και κόκκινο κρασί.
«Στην υγειά σου γλυκιά μου, σ ευχαριστώ πολύ που μου χάρισες αυτή την υπέροχη βραδιά. Για πέσμου λοιπόν τα νέα σου, πως πέρασες αυτό το καλοκαιρο;»
  «Έχω  σχέδια στο μυαλό μου, προετοιμάζομαι να φύγω για Αθήνα. Έχει καλές ευκαιρίες εκεί, ανοίγονται άλλες προοπτικές στη δουλειά μου.»
«Στην Αθήνα; Έχεις κάνει επαφές εκεί; Σε περιμένουν σε κάποιο οίκο μόδας ή πας έτσι στο άγνωστο να ψάχνεις για δουλειά;
«Πάω έτσι στο άγνωστο, αλλά δεν φοβάμαι κάτι θα βρω.  Στην αρχή θα δυσκολευτώ μέχρι να κάνω γνωριμίες με τις πελάτισσες, αλλά είμαι καλή μοδίστρα και θα πετύχω.»
«Μακάρι κορίτσι μου δεν θέλω να σε απογοητεύσω αλλά η Αθήνα είναι ένα ανθρωποφάγο τέρας, ξέρεις πόσα νέα παιδιά ξεκίνησαν με όνειρα και ταλέντα  και τα κατάπιε η μαρμάγκα; Και συ μόνη σου εκεί χωρίς στήριγμα, όσο κι αν έχεις όρεξη να δουλέψεις και να προκόψεις οι κίνδυνοι είναι παντού και καραδοκούν να σε αρπάξουν.»
«Και τι άλλο θα μπορούσα να κάνω, δεν έχω μέλλον πια εδώ.»
«Τα ξημερώματα έξι η ώρα φεύγω για Αμβούργο, δεν ξέρω πότε θα έρθω πάλι. Αν πας Αθήνα θα χαθούμε και δεν θα σε ξαναδώ. Έλα τώρα γιατί συννέφιασε το προσωπάκι σου; Θα ήθελα να ερχόσουν μαζί μου, όμως είναι πολύ τολμηρό να στο ζητήσω.
«Δεν με νοιάζει Θωμά. Ξέρω πως δεν είχαμε χρόνο να γνωριστούμε καλύτερα , κι ούτε θα έχουμε ποτέ. Εσένα το σπίτι σου είναι οι δρόμοι και εγώ είμαι καταδικασμένη να μένω ακίνητη πάνω από μια μηχανή Σίγγερ. Τίποτα δεν θα αλλάξει στη ζωή μου όσο κάθομαι εκεί. Γι αυτό σου λέω η μόνη μου διέξοδος είναι η φυγή.
«Μα εσύ είσαι ένα άβγαλτο και αθώο κορίτσι, τι ξέρεις εσύ από τη ζωή; Θα έχω συνεχώς την έννοια σου και θα  σε σκέφτομαι, δεν θέλω να χαθούμε. Σε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Βλέπω σε σένα όλα αυτά που θα ζητούσα σε μια γυναίκα. Ο νεανικός αυθορμητισμός σου και ο ενθουσιασμός σου, τα καθαρά και εύγλωττα  μάτια σου, η δίψα σου για να πετύχεις τα όνειρά σου. Όλα αυτά που διέκρινα σε σένα σε κάνουν ξεχωριστή. Θα είναι μεγάλο έγκλημα να τα χάσεις, να τα αφήσεις να στα ποδοπατήσουν και να απογοητευτείς.» 
«Τι όμορφα που μιλάς.  Δεν θέλω να τελειώσει αυτή νύχτα. Με πονάει που σκέφτομαι πως θα είναι η τελευταία μας.
Ένας κρύος αέρας τους ανατρίχιασε κι ομίχλη άρχισε να πέφτει πάνω στα δέντρα κάνοντας την ατμόσφαιρα μελαγχολική.
Έσφιξε πάνω της την μεταξωτή εσάρπα και τα μάτια της βούρκωσαν.
Φθινοπώριασε, μέσιασε ο Σεμπτέμβης, ο χειμώνας προ των πυλών αλλά εκείνο που θα τον έκανε αφόρητο ήταν η μοναξιά. Εκείνη η παγωμένη μοναξιά που φέρνει απελπισία στους ερωτευμένους.
Πως περνάει η ώρα  ειδικά όταν θέλεις να σταματήσεις τους δείχτες  του ρολογιού. Παρόν δεν υπάρχει και κάθε δευτερόλεπτο που περνάει γίνεται παρελθόν.
«Αργήσαμε μικρή μου, δυστυχώς πρέπει να σε πάω σπίτι σου και να αποχαιρετιστούμε.»
Ξεκίνησαν αμίλητοι και μουδιασμένοι. Όλες οι στιγμές είχαν γίνει παρελθόν και μέλλον δεν υπήρχε πια.
Μπήκαν πάλι στο αμάξι και η κοπέλα μαζεύτηκε στο κάθισμα της μουδιασμένη, έσφιξε πάνω την μεταξωτή εσάρπα με την ψευδαίσθηση πως ήταν το δικό ζεστό αγκάλιασμα.
Μόλις έφτασαν πήγε να κατέβει βιαστικά, εκείνος την έπιασε από το χέρι και της είπε.
«Έχεις τρεις ώρες να αποφασίσεις. Θα σε περιμένω στη προβλήτα… στις  έξι τα ξημερώματα φεύγω! Δεν χρειάζεται  να πάρεις τίποτα μαζί σου παρά μόνο το διαβατήριο σου.»  
« Καλό σου ταξίδι.»  ψέλλισε  εκείνη συγκινημένη, δεν ήξερε τι άλλο να του πει.  Χάθηκε μέσα στην πυκνή ομίχλη που είχε σκεπάσει τη πόλη χωρίς να γυρίσει πίσω της να τον δει.  Τα πικρά της δάκρυα όμως ξεκαθαρισαν το τοπίο και είδε την μονόχρωμη και αγευστη ζωή της να την καταπίνει αν τον έχανε . Όχι δεν θα αφηνε τους άλλους να την καθοδηγήσουν σ΄αυτό το τελμα που καθωπρεπισμού και της συντήρησης.  Πήρε την αποφασή της ….θα έφευγε μαζί του.
«Θα κάνω αυτό που μ΄ αρέσει ….γιατί έτσι μ΄αρέσει. Φώναξε  δυνατά στον άνεμο κι έτρεξε να ετοιμαστεί για την μεγάλη φυγή.»


 Ζηνοβία Μαρνέζη 17-8-2015

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Δικαίωμα στο όνειρο

Μου ζητάς να σε παντρευτώ; 
Να  σταθώ δίπλα σου σύζυγος 
αντάξιός σου;
 Σε κάποια άλλη εποχή θα πετούσα
 απ’ την χαρά μου.
 Τώρα όμως… άστο 
καλύτερα αγάπη μου.
 Δεν είναι καλή ιδέα. 
Δεν ταιριάζω εγώ  με το
 περιβάλλον σου.
- Τι σχέση έχει το περιβάλλον μου;
 Εγώ σου λέω να παντρευτούμε,
να είμαστε μόνοι μας εγώ και συ, 
δεν χωράει κανένας άλλος ανάμεσά μας.
-Πέρασαν πολλά χρόνια μωρό μου,
 ο καθένας μας οδήγησε την
ζωή του διαφορετικά. Χάρηκα που 
ήρθες να με βρεις ήταν το καλύτερο
πράγμα που μου έτυχε εδώ στην καταραμένη μιζέρια μου. 
 Αλλά δεν μας
 δένει τίποτα πια. Και συ για να ξαναζήσεις τα νιάτα σου ήρθες. 
Δεν είναι δυνατόν μετά από τριάντα χρόνια να μ’ αγαπάς ακόμη.
 Μια έμμονη ιδέα σου είμαι και δεν θέλω να μετανιώσεις όταν
 καταλάβεις ότι έχεις δίπλα σου για σύζυγο, έναν άξεστο άνδρα,
 έναν αλήτη, ένα απόβρασμα σαν κι εμένα. Εσύ έχεις μάθει αλλιώς. 
Είσαι μια κυρία, σεβαστή και αποδεχτή στη κοινωνία.
- Τι βλακε
ίες μου λες τώρα; Δεν τις κόβεις αυτές τις αηδίες που λες;

Τι θέλεις παρακάλια;  Ορίστε πέφτω στα πόδια σου. 
Σε θέλω, σε θέλω
να γίνεις άνδρας μου,  να είμαστε μαζί για πάντα.
- Δεν γίνεται μωρό μου, αλήθεια σου λέω. Όταν σου είπα 
ότι έχουμεφτιάξει διαφορετικές ζωές, έπρεπε να 
καταλάβεις ότι δεν είμαι μόνος. 
Υπάρχει άλλη γυναίκα.  Μια γυναίκα που στάθηκε δίπλα μου, 
με στήριξε
και με βοήθησε, που μ’ αγάπησε αληθινά και θυσιάστηκε για μένα.
Αυτή ερχόταν στην φυλακή και μ΄ έβλεπε όταν εσύ περνούσες 
καλά με τον πλούσιο Αμερικάνο σου…
 όταν η αδελφή σου γλένταγε την ζωή της ελεύθερη
κι ωραία με τους διάφορους εραστές της  και μου το
 έπαιζε και θύμα
δηλαδή. Ποια νοιάστηκε;
- Ποια νοιάστηκε λοιπόν; Ποια είναι αυτή η γυναίκα , 
η ηρωίδα ,η μεγαλόψυχη;  Πες μου ποια είναι αυτή που για χάρη
 της κλωτσάς
την μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής σου ;
Η Έβελιν τον κοιτούσε παγωμένη με σκληρό βλέμμα.
 Η κατάσταση είχεξεφύγει από τα χέρια της . 
Ό Ηλίας όντως δεν της έλεγε ψέματα για
να την πικράνει. Τα εννοούσε όλα. Μόνο που άργησε να της τα πει.
Αφού την εκμεταλεύτηκε πρώτα, αφού την άφησε να ανοίξει
 τα χαρτιά τηςκαι να του δείξει τον ερωτά της και την
 αδυναμία της γι αυτόν, τώρα έπαιρνε την εκδίκησή του όσο 
πιο σκληρά μπορούσε.
- Λοιπόν ,  λέγε ποια είναι;
- Η  Καλλιστώ !
- Η Καλλιστώ; Η αιώνια αρραβωνιάρα του Στέλιου;
 Αυτή η εξ όλης καιπρο όλης σκυλού πάσης Ελλάδος; 
Αυτή η δήθεν τραγουδίστρια που έχει
περάσει απ΄ όλα τα σκυλάδικα της επαρχίας ;  
- Μη μιλάς έτσι υποτιμητικά για αυτήν . Έχει καταπληκτική φωνή
 κι αν δενέγινε φίρμα σαν κάτι άλλες που μπροστά της
 δεν αξίζουν τίποτα, εγώ φταίω.
Για μένα δεν φίλησε κατουρημένες ποδιές, ούτε έγινε πόρνη 
για να αναδειχτεί.
Για να μείνει πιστή σε μένα. Κι αν είναι σκυλού όπως την αποκαλείς ,
τι σημασία έχει;  Την δουλειά της κάνει η κοπέλα, δεν είναι ντροπή.
Δεν πουλήθηκε … σαν κάτι άλλες.
- Κι από πότε τα είχατε; Μόλις της σκότωσες τον 
αρραβωνιαστικό τα
έφτιαξε μαζί σου για να σου ξεπληρώσει την χάρη 
που της έκανες;
- Μη γελάς και μη το ειρωνεύεσαι. 
Η Καλλιστώ μ’ αγαπούσε από τότε
που ήμουν μαζί σου. 
Από τότε που ήμουν τρελός για σένα και δεν έβλεπα
άλλη μπροστά μου.  
Έχει υποφέρει πολλά εξ αιτίας μου, γιατί εγώ
τυφλωμένος από εκδίκηση , ήθελα να πάρω την αδελφή σου
 και
εκείνη την πλήγωσα και την πίκρανα που
 παντρεύτηκα την Δώρα.
- Αλλά ξέρω , ξέρω έμεινε πιστή σε σένα, 
ανέχτηκε τα πάντα από σένα,
θυσιάστηκε για σένα και τα λοιπά και τα λοιπά 
και το φόραγε το
κέρατο του φουκαρά του Στέλιου. 
Βρε τον κακομοίρη και κερατάς και
δαρμένος ή μάλλον σκοτωμένος ! 
Χαίρομαι πολύ αγάπη μου βρήκες
την γυναίκα που σου ταιριάζει. Σου εύχομαι να ζήσετε
 και να ευτυχίσετε,
είστε το τέλειο ζευγάρι !
Η Έβελιν είχε βρει την αυτοκυριαρχία της και άρχισε 
να ξεκαθαρίζει
το μυαλό της. Τελικά είχε δίκιο ο Ηλίας , τα νιάτα της ήθελε 
να ξαναβρείκαι όχι τον χαμένο ερωτά της.
 Ότι πεθαίνει δεν ανασταίνεται πάλι, όσο κι
αν το προσπαθούμε. 
Έγινε ξανά η περήφανη και αλαζονική γυναίκα και
με όση αξιοπρέπεια της είχε απομείνει άνοιξε
 την πόρτα να φύγει.
-Στάσου πως θα πας στο σπίτι σου; Θα σε πάω εγώ, 
έχω ένα σαραβαλάκι, βέβαια δεν είναι σαν τις  λιμουζίνες 
που έχεις μάθει, αλλά θα με ανεχτείς
για λίγο ακόμη  σε λίγα λεπτά θα είσαι εκεί. 
Μη μου κρατάς κακία
μωρό μου. Εντάξει;
   Εκείνη τον ακολούθησε αμίλητη και ψυχρή. 
Δεν έκανε καμία προσπάθειανα τον κερδίσει, 
να τον διεκδικήσει 
από την άλλη γυναίκα που ξεφύτρωσε ανάμεσά τους . 
Δεν ήταν συνηθισμένη στα παρακάλια,
πόσο μάλλον αφού του παρέδωσε όλα τα όπλα της 
και αυτός την
περιφρόνησε. Αρκεί μια λάθος στιγμή για να γίνει η αγάπη μίσος;
Όχι δεν γίνεται έτσι απλά η αγάπη μίσος, μόνο που καθαρίζει 
το μυαλό από το έντονο συναίσθημα και δίνει τόπο στην λογική.
Ίσως ο Ηλίας ήθελε να την δοκιμάσει, να δει μέχρι που θα
 έφτανε ο ερωτά της γι΄ αυτόν, αν θα τον ικέτευε για να τον κερδίσει… 
Δεν την ένοιαζε όμως πια !
Ο πληγωμένος εγωισμός της ζητούσε να της αποδείξει κι αυτός την
αγάπη του. Δεν το έκανε ! Ας τον κερδίσει λοιπόν η Καλλιστώ. 
Αυτή να του ταιριάζει και να του αξίζει.
Τα λίγα λεπτά διαδρομής της φάνηκαν αιώνας. 
Επιτέλους έφτασαν έξω
απ’ την αυλόπορτα του πατρικού της . 
Εκεί που κάποτε τον περίμενε
να περάσει και να της κάνει νόημα να τρέξει να τον συναντήσει, εκεί
που όταν ήταν ερωτευμένη κοπελίτσα, μοσχοβόλαγε το γιασεμί
 και κρυμμένη
μέσα στα φύλλα του, έτρεμε  η καρδούλα της από λαχτάρα κι αγωνία
να τον δει και να τον φιλήσει κρυφά από τα αυστηρά βλέμματα των
 δικών της.
Έμειναν εκεί αμίλητοι και δυστυχισμένοι για εκείνο το κορίτσι
 και εκείνο
το αγόρι που είχαν σκοτώσει μέσα τους.
 Ένοιωθαν το έγκλημα που έκαναν
και οι δυο τους , αλλά ήταν πια πολύ αργά.
Πρώτος έσπασε την θλιβερή σιωπή εκείνος.
-Σ’ αγάπησα πολύ κορίτσι μου, ακόμα σ’ αγαπώ. 
Για σένα έφτασα στην
τρέλα, ξεπέρασα τα όριά μου και τις αντοχές μου.
 Πήρα στον λαιμό μου την
μικρή την αδελφή σου από μίσος και πάθος για εκδίκηση, αλλά θέλω
 να της  πεις  κάτι, ακόμη κι αν δεν το πιστεύει.
 Πες της ότι την αγάπησα
 με τον τρόπο μου.
Δεν είμαι το κτήνος που νομίζει… όμως εκείνη
 δεν μ΄ αγάπησε ποτέ και
δεν με κατάλαβε όπως με κατάλαβες εσύ,
 που μ’ αγαπούσες και ανεχόσουν
τα πάντα.  Δεν ξέρει πως γίνεται από έρωτα ένας άνδρας, 
ζηλιάρης, σκληρός , απόλυτος και κτητικός. 
Αυτά μόνο μια γυναίκα ερωτευμένη τα
νοιώθει κι αδελφή σου δυστυχώς δεν θα τα ζήσει ποτέ 
αυτά τα συναισθήματα  .
- Τέλος Ηλία ! Μη μιλάς άλλο , φύγε και πήγαινε εκεί που ανήκεις.                
Έκανε να ανοίξει την πόρτα και να βγει να φύγει μακριά του, 
να μην τον βλέπει άλλο  να μη τον ακούει…  
Εκείνος της έπιασε τρυφερά το χέρι
και το φίλησε με αγάπη, τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.
 Πρώτη φορά άφηνε να δουν τα μάτια του δακρυσμένα. 
Εκείνη  το ένοιωσε και βούλιαξε η καρδιά της.
Τράβηξε το χέρι της και βγήκε, έτρεξε βιαστικά και 
μπήκε στην αυλήκλείνοντας την πόρτα πίσω της.
 Δεν γύρισε να τον κοιτάξει ξανά,
 κρύφτηκεστην σκιά της μουριάς, μέχρι που τον άκουσε να βάζει 
μπρος το αμάξι να φεύγει. 
Τότε κάθησε στην κούνια του κήπου και άναψε τσιγάρο.
 Απ΄ τα μάτια της δεν έτρεξε ούτε ένα δάκρυ, 
είχαν παγώσει κι αυτά.

Ο Ηλίας φεύγοντας από κει δεν γύρισε σπίτι του αλλά τράβηξε
 τον δρόμο
προς την Τρίπολη. Εκεί σ’ ένα σκυλάδικο της περιοχής θα έβρισκε
την γλυκιά ηρεμία που ζητούσε για να αποφορτίσει τα
 έντονα συναισθήματα
που ένοιωθε. Δεν μετάνοιωσε που αρνήθηκε την Έβελιν και την
επιθυμία της να παντρευτούν.
 Ο χρόνος είναι ο χειρότερος εχθρός, όλα τα σαρώνει στο πέρασμά του
κι αυτός δεν ήταν πια ο ορμητικός νέος , 
αλλά ένας κουρασμένος ανθρωπάκος
που το μόνο που γύρευε πια , ήταν ένα αποκούμπι.
Ένα γλυκό λιμανάκι να ξεκουράσει την ψυχή του. 
Και η Έβελιν δεν ήταν αυτό ! Μαζί της η ζωή του θα ήταν
ένα μαρτύριο, γλυκό μαρτύριο βέβαια, 
αλλά ούτε κι αυτό είχε πια τις
αντοχές να υπομείνει.
Έφτασε έξω από το ξενυχτάδικο λίγο πριν ξημερώσει.
Η μουσική ακουγόταν δυνατά μέχρι έξω.
 Άκουσε την γνώριμη φωνή της να τραγουδά με πάθος και καημό,  


Μπήκε στο μαγαζί και κάθησε σ’ ένα απόμερο τραπέζι.
Η Καλλιστώ δεν τον είχε δει ακόμη . Καθισμένη στο πάλκο έδινε την
 ψυχή της στο τραγούδι που ερμήνευε .

Οι λιγοστές παρέες που είχαν μείνει μέχρι εκείνη την ώρα,
χειροκρότησαν βαριεστημένα σκίπα στο μεθύσι όλοι τους.
 Η γυναίκα με
τα μάτια θολά και κόκκινα απ’ τα ξενύχτια και τα τσιγάρα, 
υποκλίθηκε
στο κοινό της και τότε τον είδε να την κοιτά και να υψώνει το ποτήρι
στην υγιειά της.
- Βρε καλώς τον Λιάκο ! Καιρό είχαμε να σε δούμε . 
Έμαθα ότι γύρναγες αλλού.
Ήταν ο Τζίμης ο γύφτος, φίρμα και αυτός του μαγαζιού , με φωνή αηδόνι. .
- Τι χαμπάρια ρε Τζιμάρα ; Θα πεις ένα τραγούδι για μένα;
Θέλω να χορέψω απόψε !
- Σεκλέτια ; Το κορίτσι εδώ είναι και σε περιμένει,
 τι άλλος καημός σε τρώει;
- Τίποτα ! Για το κορίτσι θέλω να χορέψω, παραγγελιά για πάρτη της.
Ο Τζίμης έπιασε το μικρόφωνο και ανήγγειλε την αφιέρωση :
- Ο Λιάκος απόψε θέλει να χορέψει για το ντέρτι του, 
για την καψούρα του
την ατελείωτη, για την Καλλιστώ !
Πάμε παιδιά την     < καρδιά την παραπονιάρα  !!! >
Η πενιά άρχισε και ο άνδρας ανέβηκε στην πίστα.
 

Τα βήματά του και η κίνησή του έδειχναν άνθρωπο που ξέρει
τι θέλει και το παίρνει με κόστος την ίδια του την ζωή.
 

Η γυναίκα τον κοιτούσε με λατρεία, κτυπώντας παλαμάκια 
στο ρυθμό του.
Το ζεμπέκικο του Ηλία της έλεγε ότι παραδίνει
 τα όπλα του στα πόδια της.

Εκείνος γονάτισε μπροστά της και όλο το μαγαζί ξεσηκώθηκε
 με σφυρίγματα
και  παλαμάκια !
 Το ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιά έξω από το ξενυχτάδικο 
μέχρι που έφυγε
 και το τελευταίο γκαρσόνι. Ο ουρανός είχε ροδίσει, και το δροσερό
Μαγιάτικο αεράκι τους χάιδευε τα φλογισμένα πρόσωπα.
- Τι όμορφο πρωινό μας ξημέρωσε ! Μη με ρωτάς καρδιά μου τι έγινε,
μπορεί  κάποτε να σου πω.  Όμως όχι ακόμη. Ξέρω ότι θέλεις να μάθεις,
το βλέπω  στα μάτια σου, ότι είσαι γεμάτη ερωτήσεις. 
Ένας μήνας χωρισμένοι
δεν είναι πολύς, αλλά ούτε και λίγος.  Είσαι σοφή γυναίκα και έξυπνη
που μ’ άφησες να το ζήσω αυτό το πάθος μου. 
Ξεκαθάρισα πολλά πράγματα
μέσα μου και να’ μαι εδώ μπροστά σου. Τώρα αρχίζει η ζωή μας,
αγάπη μου. Συμφωνείς ;
Η πικραμένη γυναίκα χαμογέλασε και τον αγκάλιασε πιο σφιχτά.

Δικαίωμα στο όνειρο έχουν και οι ξεχασμένοι από τη ζωή άνθρωποι, 
τα κουρέλια που έχουν τη δύναμη να τραγουδάνε ακόμα.

Ζηνοβία Μαρνέζη 20-4-2015