Γεννήθηκα μέσα σε μια απέραντη ψυχρή φάμπρικα της
Γερμανίας. Εργάτες απ’ όλες τις φυλές της γης συναρμολόγησαν τις λαμαρίνες μου
, το σασί μου, την μηχανή μου, τις ρόδες μου,
τα φανάρια μου, τις πόρτες και τα τζάμια μου και μετά μου πέρασαν κι ένα
ωραίο χρώμα, σκούρο μπλε …έτοιμος του
κουτιού. Ήμουν της οικογενείας ΟΠΕΛ ΚΑΤΕΤ ΒΑΓΚΕΝ και μαζί με τα άλλα αδέλφια
μου, μας έβαλαν σε μια σκοτεινή πελώρια
αίθουσα να περιμένουμε τα αφεντικά μας. Κανένας μας δεν ήξερε σε τι χέρια θα
πέσουμε και πως θα μας μεταχειριστούν. Ονειρευόμασταν τα ταξίδια που θα κάναμε,
τους δρόμους που θα έτρεχαν οι ρόδες
μας, τον κόσμο που θα γνωρίζαμε, αλλά είχαμε άγνοια του κινδύνου και τι εστί η
ζούγκλα της αούτομπαν. Όλοι εκεί μέσα ήμασταν άβγαλτοι και ανυποψίαστοι. Κάθε φορά που ένα αδέλφι μας έφευγε το αποχαιρετούσαμε αναβοσβήνοντας τα φανάρια
μας. Καλοτάξιδος. Καλοτάξιδος του φωνάζαμε κορνάροντας με ενθουσιασμό. Κι εγώ
ανυπομονούσα να έρθει γρήγορα αυτός που θα με πάρει να βγω κι εγώ στους δρόμους
να τρέξω με όλη αυτή την ορμή που είχαν τα νιάτα μου και η δύναμή μου. Είχα
μεγάλη αγωνία για την τύχη μου…. Άραγε θα με αγαπήσει το αφεντικό μου; Θα μου φέρεται καλά; Θα με προσέχει; Ή θα
βρεθώ με τσακισμένες λαμαρίνες σε κάποια μάντρα πριν προλάβω να χορτάσω τα ταξίδια που λαχταρούσα. Κι ήρθε η μέρα που κλήρωσε και μένα η τύχη μου
να αποκτήσω αφεντικό. Τα αδέλφια μου
μόλις άκουσαν πως με πήρε ένας Έλληνας αναβόσβησαν τα φώτα με απογοήτευση. Ούτε
κορναρίσματα, ούτε ιδιαίτερες χαρές. Μόνο ένας πολύξερος μου είπε σιγανά.
«Καλή τύχη
αδελφάκι … θα την χρειαστείς. Ποιος ξέρει σε τι παλιόδρομους θα τρέχεις και σε
τι λακούβες θα αναπηδάς. Θα σε φορτώνει σαν γαιδούρι και θα αγκομαχάς να
βγάλεις τα χιλιόμετρα.»
«Ο καθένας με την τύχη του.» του είπα νευριασμένα και παραδώθηκα στο
αφεντικό μου.
Εντάξει …πρώτη γνωριμία …ήμουν επιφυλακτικός.
Συμπαθητικός μου φαινόταν. Με οδήγησε προσεχτικά μέχρι το σπίτι του , αλλά
ένιωθα την λαχτάρα και τη χαρά του που είχε αποχτήσει καινούργιο αυτοκίνητο.
Μόλις παρκάραμε, πετάχτηκαν έξω με ενθουσιώδη
ξεφωνητά η γυναίκα του και τα παιδιά του. Με άγγιζαν, με
χάιδευαν ψαχούλευαν κάθε μου σημείο.
«Ετοιμαστείτε για το ταξίδι μας στην πατρίδα. Αύριο
ξεκινάμε.»
Μάλιστα …καλά καταλάβατε, θα αρχίσαμε ένα ταξίδι
δύσκολο και κουραστικό. Ήταν το πρώτο
καλοκαίρι που θα γύρισαν στην πατρίδα τους μετά από ένα χρόνο παραμονής
στην Γερμανία.
Αναστέναξα με στωικότητα και ευχήθηκα να έχουμε καλούς
δρόμους και ανοιχτούς γιατί κι εγώ
πρωτάρης ήμουνα και δεν είχα καμία εμπειρία.
Αφού φόρτωσαν
με βαλίτσες, βαλιτσάκια και τσάντες το μεγάλο πορτ μπαγκαζ μου, μου κοτσάρισαν
και μια σκάρα στο κεφάλι με κούτες, με
ποδήλατα και το καροτσάκι του μωρού. Κόλλησαν κι ένα τριγωνικό
αυτοκόλλητο στο πίσω μου τζάμι που έλεγε « αχτουνγκ μπεΐμπι αμ μπορντ » Ναι
αυτό σας μάρανε συλλογίστηκα… εσείς δεν πάτε ταξίδι διακοπών …μετακόμιση
κάνετε.
Σ αυτό το πρώτο μου παρθενικό ταξίδι τα είδα όλα…λέμε…
Ένας ατέλειωτος
δρόμος που κράτησε τρεις μέρες. Νταλίκες με στριμώχναν,
ακριβές και γρήγορες
κούρσες με προσπερνούσαν, τροχόσπιτα μου έκλειναν το δρόμο. Βροχή μου θόλωνε τα
τζάμια και οι ρόδες μου γλιστρούσαν στην υγρή άσφαλτο. Και μέσα μου να γίνετε
το … πανηγύρι... αν με νιώθετε δηλαδή. Μουσική δυνατά, τα δυο αγοράκια να
πλακώνονται μεταξύ τους, το μωρό να κλαίει, η μάνα να νευριάζει
και να τα μαλώνει και όλο να γκρινιάζει στον άνδρα της.
« Πιο σιγά… κόψε … μην τρέχεις … μην προσπερνάς την
νταλίκα, πρόσεχε από αριστερά κάποιος
πάει να σου βγει.»
Να βρίζει τους άλλους οδηγούς …που πας βρε ηλίθιε ; δεν μας
βλέπεις ; ΝΑΑΑΑΑΑΑΑ και να ανοίγει την
παλάμη της να τους χαιρετά. Ακόμη δεν ήξερα τι σημαίνει αυτός ο περίεργος
Ελληνικός χαιρετισμός.
Το πρωί μας βρήκε κατάκοπους και άυπνους σε μια πλαγιά
των Άλπεων, κι αφού πήραμε δυνάμεις συνεχίσαμε την κατιούσα για Ιταλία. Μέχρι
το Μπρίντεζι μας βγήκε η ψυχή, εδώ δεν έβρεχε
αλλά έκανε αφόρητη ζέστη.
Εντάξει ήμουν νέος , είχα δύναμη, ήμουν γρήγορος αλλά… όχι κι έτσι!
Αχχχχχχχ αναστέναξα με ανακούφιση όταν μπήκα στο
καράβι και ξεκουράστηκα επιτέλους.
Σ αυτή την πρώτη μου εμπειρία γνώρισα καλά το αφεντικό
μου και η κάθε μου επιφύλαξη εξαφανίστηκε. Ένιωσα πόσο υπεύθυνος ήταν
για την οικογένεια του και να την οδηγήσει με ασφάλεια στον προορισμό τους.
Προσεχτικός και υπομονετικός ταυτίστηκα μαζί του κι έγινα κι εγώ σαν εκείνον.
Τα χρόνια που περάσαμε μαζί, ποτέ δεν τον πρόδωσα,
ποτέ δεν έπαθε κακό εξ αιτίας μου. Τον αγάπησα και μ΄αγάπησε κι αυτός και ποτέ
δεν θέλησε να με πουλήσει και να πάρει άλλο αμάξι. Γεράσαμε μαζί. Όργωσαν οι
ρόδες μου χιλιάδες χιλιόμετρα μαζί του. Κι όταν πια άρχισα να σκουριάζω από τα
γηρατειά και να παθαίνω διάφορες βλάβες , πάντα έμενα μπροστά από συνεργεία ή από βενζινάδικα για να τον διευκολύνω, για να είναι πάντα
ασφαλής.
Λιμουζίνα περασμένων μεγαλείων με αποκαλούσε η κυρά μου
ειρωνικά.
Και ήρθε ο καιρός που δεν είχα δύναμη πλέον. Έμεινα
για καιρό παροπλισμένο έξω από το σπίτι. Αποφάσισαν να με δώσουν για απόσυρση,
να γίνω ένας σωρός από τσακισμένες λαμαρίνες. Πόνεσα, πόνεσα πολύ αλλά πιο πολύ πόνεσα για το
αφεντικό μου που κι αυτός είχε χάσει τη δύναμή του και δεν μπορούσε να με
οδηγήσει. Με αποχαιρέτησε σιωπηλός. Μόνο εγώ ένιωσα τον πόνο του ήταν ίδιος με
τον δικό μου. Μαζί του είχα αποκτήσει κι
εγώ υπόσταση και ψυχή. Έβγαλα φτερά και πετούσα αόρατο στον ουρανό για να τον
βλέπω και να περιμένω τη στιγμή που θα με χρειαστεί πάλι … να πιάσει με τα
χέρια του το τιμόνι μου και να ταξιδέψουμε μαζί σε όλα εκείνα τα μέρη που
ονειρευτήκαμε αλλά δεν προλάβαμε να πάμε.
Έτσι θα
περιπλανιόμαστε στην
αιωνιότητα…….
Ένα βράδυ τον είδα μελαγχολικό… μου λείπει η κυρά μου
μου είπε.
-Σου λείπει η γκρίνια της ; τον ρώτησα.
-Ναι … και η γκρίνια της ….μου απάντησε.
-Πάμε στο όνειρό της να την πάρουμε μαζί μας για μια βόλτα;
Περίεργο αλλά μας περίμενε κι αυτή με χαρά μεν,
γκρινιάζοντας όμως …. "Επιτέλους με θυμηθήκατε και μένα;"
Πετάξαμε μαζί πάνω από θάλασσες και χωριά, είχαμε βάλει στη διαπασών την
μουσική και τους είδα έτσι όπως ήσαν στο πρώτο μας ταξίδι, νέοι, ενθουσιώδεις, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι και
ερωτευμένοι…
Σταματήσαμε σε μια παραλία. Κατέβηκαν και χόρεψαν
αγκαλιασμένοι το αγαπημένο τους τραγούδι μετά κάθισαν σ΄ένα βραχάκι κι έκαναν
ένα συντροφικό τσιγάρο.
«Ξημερώνει αφεντικό πρέπει να φύγουμε.»
Την αφήσαμε εκεί στο βραχάκι μόνη της μέχρι να βγει ο
ήλιος να της στεγνώσει τα μάτια……..
Ζηνοβία Μαρνέζη
2-2- 2015
Πως μια λαμαρίνα(ενα αυτοκίνητο) παίρνει σάρκα και οστά,αφηγείται την ιστορία του,το ταξίδι του.................................Πραγματικα πολύ πρωτότυπο,ομορφο,αληθινό,και μας μεταδίδει πολύ συγκίνηση!!!!!!!!..........Καλημέρα και καλή Κυριακή Ζήνα μου!!! Αλέκα Χέλμη
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλέκα μου μου άρεσε πολύ το σχόλιο σου και το μετεφερα εδώ για να μη χαθεί. Σ ευχαριστώ πολύ !
ΔιαγραφήΥπέροχο, τι άλλο να πω;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα!
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια , αλλά πιο πολύ για την επίσκεψη σου !!!
Διαγραφήμπραβο Ζήνα..με απογείωσες!! μπραβο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΛαμπρινή μου μια καταθεση ψυχής γι αυτά που έζησα και τωρα μου λείπουν !
ΔιαγραφήΖηνα μου εισαι υπεροχη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι αλλο να πει κανεις!
Η γραφη σου και η φαντασια σου μοναδικη!
καλημερα! Καλη Τσικνοπεμπτη να εχεις! φιλακια πολλα!
Κική μου είναι το ταξίδι της ζωής μου ! Σ ευχαριστώ πολύ για όλα !
Διαγραφήposes anamnhseis!!!!!!!! posa taxidia!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικά Ζήνα μου...!. Πόσες βόλτες, πόσες θεολογικές αναλύσεις, πόσες εξηγήσεις, πόσες πίκρες, πόσο πόνο, έχω ακούσει μέσα σε αυτό...!. Είμασταν καθ΄οδόν για την Αθήνα, πηγαίναμε να δούμε την Κατιάννα μόλις είχες μετακομίσει αν θυμάμαι καλά. Να ακούμε μια εξαιρετική ομιλία του Περγάμου (που είχε κάνει στα Μέγαρα για την Οσία Μαρία την Αιγυπτία). Περνάμε τον Άγιο Κωνσταντίνο προς Ομόνοια, όπως πάντα σταματούσε την κασσέτα για να μου εξηγεί τι θέλει να πει ο Περγάμου, ταχύτητα μικρή, από πίσω ουρές να κορνάρουν. Είχε αφερεθεί αφού το μυαλό του ήταν στην ανάλυση που θα μου κάνει και φτάνοντας στην τότε κυκλική πλατεία Ομονοίας, η μοναδική κίνησή του που έμεινε στην ιστορία...!. Βγάζει φλας ΑΡΙΣΤΕΡΑ στην πλατεία....το τι έγινε από πίσω το καταλαβαίνει ο καθένας, βρισιές, κορναρίσματα κλπ κλπ. Γυρνάει με μια απάθεια και με ρωτά: Γιατί κορνάρουν; Απαντώ: Καλά που πας τώρα, θα με τρελάνεις, πας αριστερά στην πλατεία; Αριστερά σε πλατεία, πάει αριστερά; Ανταπάντηση: Δεν πάει ε χαμογελώντας!!!. Μα θέλω να πάω στην 3ης Σεπτεμβρίου!!!!. Από δεξιά τον κύκλο παππούλη, από δεξιά....!. Γελάγαμε και σχολιάζαμε το συμβάν επί πολλά χρόνια.... απο ΑΡΓΛΥΡΗ ΣΦΗΚΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑργύρη αυτό ακριβώς ήθελα να αποδώσω , τι ιστορίες , τι θεματα , τι αναλύσεις είχαν γίνει μέσα σ' αυτό το αμάξι, που αν είχε ψυχή τι θα μας έλεγε . Αλλά έπαιρνε ψυχή απο τον οδηγό του κι έγινε κι αυτό μέλος της έμψυχης παρέας μας !
ΔιαγραφήΞέχασα να αναφέρω ότι, δεν ήταν ένα απλό αμάξι, αλλά μια κινητή βιβλιοθήκη με βιβλία παντού στο εσωτερικό του... Από ΑΡΓΥΡΗ ΣΦΗΚΑ
Διαγραφή