Στεκόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, σφίγγοντας πάνω
στους ώμους της μια ζεστή μάλλινη εσάρπα. Η δαντελένια κουρτίνα ανέμιζε
από τον παγωμένο αέρα και οι νιφάδες του
χιονιού είχαν στήσει το τρελό χορό
τους, καλύπτοντας με τη λευκάδα
τους τα πάντα έξω στον κήπο.
Εκείνη όμως στεκόταν εκεί αγέρωχη χωρίς να νιώθει το κρύο.
Οι νιφάδες τρύπωσαν από το ανοιχτό παράθυρο, χαιδεύοντάς της το πρόσωπο, τα
μαλλιά και τα χέρια της που έσφιγγαν την
εσάρπα πάνω της σαν μια ζεστή αγκαλιά. Τα μάτια της θόλωσαν … δεν άντεξαν αυτή την αγνή και καθάρια ομορφιά του χιονιού. Κάθε νιφάδα που την άγγιζε απαλά την ένιωθε
σαν καυτό χάδι πάνω της. Φτερά αγγέλων ! Σαν χάδι που το έστελνε εκείνος …ο αγαπημένος
της, να της δηλώσει πως ήταν εκεί κοντά
της έστω και με την απουσία του, έστω και με την αθέλητη φυγή του … ήταν
εκεί μαζί της να της γλυκάνει την μοναξιά
και να την παρηγορήσει.
«Θα μάθω να ζω μόνη μου καλέ μου; Δεν ξέρω πως, δεν μπορώ να το πιστέψω πως με άφησες μόνη.
Είσαι παντού, σε νιώθω, σε ακούω, σε βλέπω… κι αυτές οι νιφάδες νομίζω πως
είναι τα λευκά φτερά σου που τα στέλνεις να με αγκαλιάσουν.»
Το λευκό φως της χιονισμένης μέρας έσβηνε σιγά σιγά με
το σούρουπο. Η νύχτα ερχόταν άγρια και σκοτεινή γεμάτη σκιές που κρύβονταν στα
δέντρα και στους θάμνους της αυλής. Μια
παγωμένη ριπή από πλήθος νιφάδων την έκανε να ανατριχιάσει και να ριγήσει. Η
χιονοθύελλα δυνάμωσε και ο βοριάς έτριζε
τα παντζούρια.
Έκλεισε το παράθυρο θλιμμένη και κάθισε στο τζάκι. Σκάλισε την μισοπεθαμένη θράκα και ζωηρές φλόγες ξεπήδησαν φωτίζοντας το
σκοτεινό δωμάτιο. Εκεί ήταν η αγαπημένη τους γωνιά. Πόσα βράδια πέρασαν εκεί …
μιλούσαν, γελούσαν έκαναν σχέδια και όνειρα για τα παιδιά τους. Και τώρα; Που ήταν τώρα;
Μια χαμογελαστή φωτογραφία του και ένα καντηλάκι να του φέγγει στα σκοτάδια
να βρει το δρόμο για τον παράδεισο.
«Πάντα ένιωθα πως ήμουν το χαιδεμένο παιδί του Θεού,
πίστευα πως δεν θα με πληγώσει ποτέ τίποτα και κανένας. Κι αυτό γιατί είχα
εσένα δίπλα μου. Μαζί περπατήσαμε χιλιάδες
χιλιόμετρα πιασμένοι χέρι χέρι. Στα
δύσκολα και στα εύκολα, σε χαρές
και λύπες. Λέγαμε πως θα γεράσουμε μαζί. Θα γεμίσει το σπίτι μας με εγγόνια και
δισέγγονα. Κι αυτό ήταν το πιο πολύτιμο δώρο, που συνάντησα εσένα στο δρόμο μου. Η πολύτιμη αγκαλιά σου, η αγάπη σου , η
στοργή σου, η έννοια σου για μένα.
Όχι δεν το έχασα το δώρο μου αυτό, γιατί
είσαι ακόμα εδώ και με προσέχεις. Όμως
δεν θέλω να πονάς αγάπη μου … θέλω να σε ελευθερώσω , θέλω να σ΄ αφήσω να
πετάξεις χωρίς βαρίδια στα πόδια σου. Θέλω η ψυχούλα να είναι ελαφριά σαν
πούπουλο, σαν απαλή νιφάδα του χιονιού.
Θυμάμαι που μου έλεγες κάποτε… εκείνο που μου αρέσει σε σένα είναι η
ανεμελιά σου, είναι το γέλιο σου και που μπορείς να κοιμάσαι τόσο εύκολα σαν
μωρό. Ναι αυτά είχες αγαπήσει σε μένα. Τώρα πια δεν έχω ανεμελιά, το γέλιο μου
δεν βγαίνει μέσα απ΄την καρδιά μου , είναι άψυχο και επιφανειακό και ο ύπνος
μου δύσκολος και λίγος. Αυτά αναζητάς να βρεις για να ησυχάσεις, αλλά δεν ξέρω αν θα τα βρω ποτέ πάλι.
Η ζωή είναι το πιο πολύτιμο δώρο! Ο έρωτας και η αγάπη
δυο ανθρώπων που κάποτε έσμιξαν οι
δρόμοι τους και ενώθηκαν για πάντα
είναι το πιο πολύτιμο δώρο. Το τέλος
είναι αναπόφευκτο, ευχάριστο ή δυσάρεστο εξαρτάται από τις επιλογές μας, κι από
τους ανθρώπους που ομόρφηναν την πορεία μας. Αρκεί η γεύση που θα μείνει στα χείλη μας να
είναι γλυκιά από αναμνήσεις και στιγμές που ζήσαμε μαζί.
Γεννήθηκα μέσα σε μια απέραντη ψυχρή φάμπρικα της
Γερμανίας. Εργάτες απ’ όλες τις φυλές της γης συναρμολόγησαν τις λαμαρίνες μου
, το σασί μου, την μηχανή μου, τις ρόδες μου,
τα φανάρια μου, τις πόρτες και τα τζάμια μου και μετά μου πέρασαν κι ένα
ωραίο χρώμα, σκούρο μπλε …έτοιμος του
κουτιού. Ήμουν της οικογενείας ΟΠΕΛ ΚΑΤΕΤ ΒΑΓΚΕΝ και μαζί με τα άλλα αδέλφια
μου, μας έβαλαν σε μια σκοτεινή πελώρια
αίθουσα να περιμένουμε τα αφεντικά μας. Κανένας μας δεν ήξερε σε τι χέρια θα
πέσουμε και πως θα μας μεταχειριστούν. Ονειρευόμασταν τα ταξίδια που θα κάναμε,
τους δρόμους που θα έτρεχαν οι ρόδες
μας, τον κόσμο που θα γνωρίζαμε, αλλά είχαμε άγνοια του κινδύνου και τι εστί η
ζούγκλα της αούτομπαν. Όλοι εκεί μέσα ήμασταν άβγαλτοι και ανυποψίαστοι. Κάθε φορά που ένα αδέλφι μας έφευγε το αποχαιρετούσαμε αναβοσβήνοντας τα φανάρια
μας. Καλοτάξιδος. Καλοτάξιδος του φωνάζαμε κορνάροντας με ενθουσιασμό. Κι εγώ
ανυπομονούσα να έρθει γρήγορα αυτός που θα με πάρει να βγω κι εγώ στους δρόμους
να τρέξω με όλη αυτή την ορμή που είχαν τα νιάτα μου και η δύναμή μου. Είχα
μεγάλη αγωνία για την τύχη μου…. Άραγε θα με αγαπήσει το αφεντικό μου; Θα μου φέρεται καλά; Θα με προσέχει; Ή θα
βρεθώ με τσακισμένες λαμαρίνες σε κάποια μάντρα πριν προλάβω να χορτάσω τα ταξίδια που λαχταρούσα. Κι ήρθε η μέρα που κλήρωσε και μένα η τύχη μου
να αποκτήσω αφεντικό. Τα αδέλφια μου
μόλις άκουσαν πως με πήρε ένας Έλληνας αναβόσβησαν τα φώτα με απογοήτευση. Ούτε
κορναρίσματα, ούτε ιδιαίτερες χαρές. Μόνο ένας πολύξερος μου είπε σιγανά.
«Καλή τύχη
αδελφάκι … θα την χρειαστείς. Ποιος ξέρει σε τι παλιόδρομους θα τρέχεις και σε
τι λακούβες θα αναπηδάς. Θα σε φορτώνει σαν γαιδούρι και θα αγκομαχάς να
βγάλεις τα χιλιόμετρα.»
«Ο καθένας με την τύχη του.» του είπα νευριασμένα και παραδώθηκα στο
αφεντικό μου.
Εντάξει …πρώτη γνωριμία …ήμουν επιφυλακτικός.
Συμπαθητικός μου φαινόταν. Με οδήγησε προσεχτικά μέχρι το σπίτι του , αλλά
ένιωθα την λαχτάρα και τη χαρά του που είχε αποχτήσει καινούργιο αυτοκίνητο.
Μόλις παρκάραμε, πετάχτηκαν έξω με ενθουσιώδη
ξεφωνητά η γυναίκα του και τα παιδιά του. Με άγγιζαν, με
χάιδευαν ψαχούλευαν κάθε μου σημείο.
«Ετοιμαστείτε για το ταξίδι μας στην πατρίδα. Αύριο
ξεκινάμε.»
Μάλιστα …καλά καταλάβατε, θα αρχίσαμε ένα ταξίδι
δύσκολο και κουραστικό. Ήταν το πρώτο
καλοκαίρι που θα γύρισαν στην πατρίδα τους μετά από ένα χρόνο παραμονής
στην Γερμανία.
Αναστέναξα με στωικότητα και ευχήθηκα να έχουμε καλούς
δρόμους και ανοιχτούς γιατί κι εγώ
πρωτάρης ήμουνα και δεν είχα καμία εμπειρία.
Αφού φόρτωσαν
με βαλίτσες, βαλιτσάκια και τσάντες το μεγάλο πορτ μπαγκαζ μου, μου κοτσάρισαν
και μια σκάρα στο κεφάλι με κούτες, με
ποδήλατα και το καροτσάκι του μωρού. Κόλλησαν κι ένα τριγωνικό
αυτοκόλλητο στο πίσω μου τζάμι που έλεγε « αχτουνγκ μπεΐμπι αμ μπορντ » Ναι
αυτό σας μάρανε συλλογίστηκα… εσείς δεν πάτε ταξίδι διακοπών …μετακόμιση
κάνετε.
Σ αυτό το πρώτο μου παρθενικό ταξίδι τα είδα όλα…λέμε…
Ένας ατέλειωτος
δρόμος που κράτησε τρεις μέρες. Νταλίκες με στριμώχναν,
ακριβές και γρήγορες
κούρσες με προσπερνούσαν, τροχόσπιτα μου έκλειναν το δρόμο. Βροχή μου θόλωνε τα
τζάμια και οι ρόδες μου γλιστρούσαν στην υγρή άσφαλτο. Και μέσα μου να γίνετε
το … πανηγύρι... αν με νιώθετε δηλαδή. Μουσική δυνατά, τα δυο αγοράκια να
πλακώνονται μεταξύ τους, το μωρό να κλαίει, η μάνα να νευριάζει
και να τα μαλώνει και όλο να γκρινιάζει στον άνδρα της.
« Πιο σιγά… κόψε … μην τρέχεις … μην προσπερνάς την
νταλίκα, πρόσεχε από αριστερά κάποιος
πάει να σου βγει.»
Να βρίζει τους άλλους οδηγούς …που πας βρε ηλίθιε ; δεν μας
βλέπεις ; ΝΑΑΑΑΑΑΑΑ και να ανοίγει την
παλάμη της να τους χαιρετά. Ακόμη δεν ήξερα τι σημαίνει αυτός ο περίεργος
Ελληνικός χαιρετισμός.
Το πρωί μας βρήκε κατάκοπους και άυπνους σε μια πλαγιά
των Άλπεων, κι αφού πήραμε δυνάμεις συνεχίσαμε την κατιούσα για Ιταλία. Μέχρι
το Μπρίντεζι μας βγήκε η ψυχή, εδώ δεν έβρεχε
αλλά έκανε αφόρητη ζέστη.
Εντάξει ήμουν νέος , είχα δύναμη, ήμουν γρήγορος αλλά… όχι κι έτσι!
Αχχχχχχχ αναστέναξα με ανακούφιση όταν μπήκα στο
καράβι και ξεκουράστηκα επιτέλους.
Σ αυτή την πρώτη μου εμπειρία γνώρισα καλά το αφεντικό
μου και η κάθε μου επιφύλαξη εξαφανίστηκε. Ένιωσα πόσο υπεύθυνος ήταν
για την οικογένεια του και να την οδηγήσει με ασφάλεια στον προορισμό τους.
Προσεχτικός και υπομονετικός ταυτίστηκα μαζί του κι έγινα κι εγώ σαν εκείνον.
Τα χρόνια που περάσαμε μαζί, ποτέ δεν τον πρόδωσα,
ποτέ δεν έπαθε κακό εξ αιτίας μου. Τον αγάπησα και μ΄αγάπησε κι αυτός και ποτέ
δεν θέλησε να με πουλήσει και να πάρει άλλο αμάξι. Γεράσαμε μαζί. Όργωσαν οι
ρόδες μου χιλιάδες χιλιόμετρα μαζί του. Κι όταν πια άρχισα να σκουριάζω από τα
γηρατειά και να παθαίνω διάφορες βλάβες , πάντα έμενα μπροστά από συνεργεία ή από βενζινάδικα για να τον διευκολύνω, για να είναι πάντα
ασφαλής.
Λιμουζίνα περασμένων μεγαλείων με αποκαλούσε η κυρά μου
ειρωνικά.
Και ήρθε ο καιρός που δεν είχα δύναμη πλέον. Έμεινα
για καιρό παροπλισμένο έξω από το σπίτι. Αποφάσισαν να με δώσουν για απόσυρση,
να γίνω ένας σωρός από τσακισμένες λαμαρίνες. Πόνεσα, πόνεσα πολύ αλλά πιο πολύ πόνεσα για το
αφεντικό μου που κι αυτός είχε χάσει τη δύναμή του και δεν μπορούσε να με
οδηγήσει. Με αποχαιρέτησε σιωπηλός. Μόνο εγώ ένιωσα τον πόνο του ήταν ίδιος με
τον δικό μου. Μαζί του είχα αποκτήσει κι
εγώ υπόσταση και ψυχή. Έβγαλα φτερά και πετούσα αόρατο στον ουρανό για να τον
βλέπω και να περιμένω τη στιγμή που θα με χρειαστεί πάλι … να πιάσει με τα
χέρια του το τιμόνι μου και να ταξιδέψουμε μαζί σε όλα εκείνα τα μέρη που
ονειρευτήκαμε αλλά δεν προλάβαμε να πάμε.
«Ήρθα για το μεγάλο μας ταξίδι αφεντικό. Για το ταξίδι
μας που ποτέ δεν θα τελειώσει.
Έτσι θα
περιπλανιόμαστε στην
αιωνιότητα…….
Ένα βράδυ τον είδα μελαγχολικό… μου λείπει η κυρά μου
μου είπε.
-Σου λείπει η γκρίνια της ; τον ρώτησα.
-Ναι … και η γκρίνια της ….μου απάντησε.
-Πάμε στο όνειρό της να την πάρουμε μαζί μας για μια βόλτα;
Περίεργο αλλά μας περίμενε κι αυτή με χαρά μεν,
γκρινιάζοντας όμως …. "Επιτέλους με θυμηθήκατε και μένα;"
Πετάξαμε μαζί πάνω από θάλασσες και χωριά, είχαμε βάλει στη διαπασών την
μουσική και τους είδα έτσι όπως ήσαν στο πρώτο μας ταξίδι, νέοι, ενθουσιώδεις, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι και
ερωτευμένοι…
Σταματήσαμε σε μια παραλία. Κατέβηκαν και χόρεψαν
αγκαλιασμένοι το αγαπημένο τους τραγούδι μετά κάθισαν σ΄ένα βραχάκι κι έκαναν
ένα συντροφικό τσιγάρο.
«Ξημερώνει αφεντικό πρέπει να φύγουμε.»
Την αφήσαμε εκεί στο βραχάκι μόνη της μέχρι να βγει ο
ήλιος να της στεγνώσει τα μάτια……..
Η δασκάλα η κυρία Θεοφανία ήταν ένας ζωντανός θρύλος
στην επαρχιακή πόλη που είχε πάει, πριν από πολλά πολλά χρόνια πρωτοδιοριζόμενη κοπελίτσα
με όρεξη και αφοσίωση στην δουλειά της. Έμεινε εκεί και δεν μετακινήθηκε
ποτέ να πάει σε άλλο σχολείο. Είχε τέτοιο ζήλο για την δουλειά της που είχε
γίνει ο φόβος και ο τρόμος των μικρών μαθητών της. Θέλανε δεν θέλανε θα μάθαιναν γράμματα μαζί
της ακόμα και με το ζόρι. Πολλά παιδιά
είχαν εφιάλτες και έβρεχαν την νύχτα το στρώμα τους , έτρεμαν από τρόμο μπροστά
της όταν τα σήκωνε για μάθημα, τραύλιζαν και έχαναν τα λόγια τους. Εκείνη όμως
είχε την εντύπωση που επιτελούσε θείο έργο και η ράβδος έπιπτε με δύναμη πάνω
στις τρυφερές παλάμες τους με το παραμικρό παράπτωμα.
« Εγώ αφιέρωσα όλη μου τη ζωή για να μάθω τα παιδιά
σας γράμματα. Δεν έκανα δική μου οικογένεια γιατί δεν ήθελα να αποσπάται το
μυαλό μου από το ιερό αυτό λειτούργημα.»
Αυτά έλεγε
συνέχεια στους γονείς που τολμούσαν να παραπονεθούν για την σκληρή και αυστηρή αντιμετώπιση των
παιδιών τους. Και τα παιδάκια άκουγαν το
όνομα Θεοφανία και τα έπιανε τρέμουλο και απελπισία.
Οι πρώτοι
μαθητές της μεγάλωσαν κι έκαναν δικά τους παιδιά που τα ανέλαβε κι αυτά με τον ίδιο ζήλο. Δεν μπορούσαν να απαλλαγούν απ’ αυτήν με τίποτα. Και περίμεναν με υπομονή να πάρει την σύνταξή της και να αποσυρθεί επιτέλους.
Ο Σπύρος όμως δεν είχε αυτή την υπομονή. Είχε υποφέρει
στα χέρια της σαν παιδί και τώρα ήρθε η σειρά του γιου του να πάει σχολείο.
Πρωτάκι τρυφερό και ευαίσθητο δεν έπαιρνε από μάλωμα.
Έγινε πυρ και μανία όταν έμαθε πως η κ. Θεοφανία θα
αναλάμβανε την πρώτη τάξη και θα τα πήγαινε μέχρι την Έκτη Δημοτικού. Έτσι το
συνήθιζε, και τα άτυχα πρωτάκια που θα έπεφταν στα χέρια της θα την είχαν 6
χρόνια σερί.
« Όχι δεν το πιστεύω πως ο γιος μου είναι τόσο άτυχος
και του έλαχε αυτό! Φέτος είναι η σειρά της να αναλάβει πάλι τα πρωτάκια , όπως
κι εγώ τότε που ήμουν μικρός και δεινοπάθησα να τελειώσω το δημοτικό. Όχι δεν
γίνεται …θα ζητήσω μεταγραφή να πάει σε άλλο σχολείο κι ας είναι μια ώρα δρόμος
μακριά. Θα τον πηγαίνω εγώ κάθε πρωί κι ας αργώ στην δουλειά μου.»
Πήγε στον διευθυντή και του ζήτησε να δώσει τα χαρτιά
του παιδιού του να πάει σε άλλο σχολείο.
« Δεν γίνεται αυτό αγαπητέ μου, δεν υπάρχει σοβαρός
λόγος να φύγει το παιδί από εδώ. Με ποιο δικαιολογητικό να του δώσω
μεταγραφή;»
Κουβέντα στην κουβέντα αρπάχτηκαν ο Σπύρος με τον
διευθυντή, οι φωνές τους ακούγονταν σ΄όλο το σχολείο μέχρι έξω το προαύλιο.
« Δεν ήθελα να σου εξηγήσω το λόγο αλλά αφού δεν με
εννοείς θα στον πω. Δεν θέλω το παιδί μου να έχει δασκάλα την κ. Θεοφανία.»
Κι άρχισε να μιλάει με σκληρά λόγια για την δασκάλα
που έτυχε εκείνη τη στιγμή να βρίσκεται στο διπλανό γραφείο και να ακούσει όλα
εκείνα τα παράπονα και τις κατηγορίες από τον παλιό της μαθητή.
Ταράχτηκε,
ζαλίστηκε, έχασε την γη κάτω απ’ τα πόδια της. Ώστε αυτή τη γνώμη είχαν
οι παλιοί μαθητές της ? Κι αυτή που νόμιζε πως την αγαπούσαν. Κάθε φορά που την έβλεπαν στο δρόμο έτρεχαν να την χαιρετήσουν με σεβασμό και αγάπη.
«Εμένα που θυσιάστηκα για τους μαθητές μου;»
Την έπιασε μια σκοτοδίνη και έπεσε κάτω χάνοντας τις
αισθήσεις της. Μια μαύρη τρύπα την
κατάπιε σαν δίνη και έχασε τον κόσμο γύρω της.
Όταν συνήλθε ένιωσε ότι βρισκόταν σε άλλο άγνωστο
κόσμο. Είχε μεταφερθεί σε μια άλλη διάσταση του σύμπαντος. Μ’ ένα περίεργο και
μαγικό τρόπο είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο. Σε μια σημαντική στιγμή της ζωής της.
Τότε που έπρεπε να διαλέξει ποιο δρόμο να ακολουθήσει. Το δίλημμα που την
βασάνιζε να αποφασίσει αν θα άφηνε τα όνειρά της απραγματοποίητα και θα έδενε
την πορεία της με τον άνδρα που αγαπούσε και θα παντρευόταν. Διάλεξε να μείνει μια στρυφνή και αυστηρή
γεροντοκόρη δασκάλα, να αφιερώσει τον εαυτό της στα ξένα παιδιά και να μην
αποκτήσει δικά της.
« Αν ακολουθούσα τον άλλο δρόμο τώρα πως θα ήταν η ζωή
μου;» αναρωτήθηκε.
Της ψιθύρισε
μια φωνή. « Το σύμπαν σου δίνει άλλη μια ευκαιρία να μάθεις, εδώ σ΄αυτό το
σταυροδρόμι που βρισκόσουν νέα κοπέλα και έπρεπε να αποφασίζεις. Πάρε τώρα τον
δρόμο που περιφρόνησες και ακολούθα τον.»
«Όχι δεν θέλω να τον ακολουθήσω. Ξέρω την κατάληξη
του. Τον αγαπούσα τον Χρήστο κι εκείνος μ΄αγαπούσε αλλά ήθελε να πνίξει τις
δικές μου επιθυμίες, τα όνειρά μου, τα σχέδια που έκανα για το μέλλον μου. Με ήθελε μια άβουλη γυναικούλα να τον φροντίζω
και να του μεγαλώνω τα παιδιά. Ένιωθα πως ο ερωτάς μας δεν ήταν αρκετός και
κάποτε θα τελείωνε αφήνοντάς με ανικανοποίητη και με πικρή γεύση στην καρδιά μου. Έκανα πολλά
λάθη, αλλά όμως τα έκανα με καθαρή και
αγνή πρόθεση. Αφοσιώθηκα σ΄ένα σκοπό και έδωσα τα πάντα σ΄αυτά τα παιδάκια που
τα βλέπω τώρα άξιους ανθρώπους και τα καμαρώνω. Αυτά είναι η οικογένεια μου,
αυτά τα παιδιά που δεν τα γέννησα εγώ αλλά η ψυχή μου. Δεν μου χρειάζεται καμιά
μηχανή του χρόνου για να διορθώσω την πορεία της ζωής μου. Δεν θα την άλλαζα με
τίποτα.»
Συνήλθε και σηκώθηκε από την λιποθυμία. Μπήκε μέσα στο
γραφείο του διευθυντή που ακόμα λογομαχούσε με τον εξαγριωμένο παλιό μαθητή
της.
« Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Σπύρο μου.» του είπε
χαμογελαστή. Σε θυμάμαι ήσουν ο πιο καλός μαθητής μου. Έμαθα πως σπούδασες κι
είσαι ένας πολύ καλός αρχιτέκτονας. Μπράβο σου συγχαρητήρια. Θυμάμαι επίσης πως
το πρώτο καιρό δεν τα έπαιρνες και πολύ τα γράμματα. Με κούρασες λίγο αλλά μετά
έγινες ο πρώτος και ο αριστούχος της τάξης σου. Μακάρι και ο γιος σου να έχει
αυτή την πρόοδο σαν και σένα. Αν πετύχει
μια καλή δασκάλα σίγουρα θα την έχει…
Ο Σπύρος ντράπηκε και χαμήλωσε τα μάτια. « Μάλιστα κ.
Θεοφανία με μια δασκάλα σαν και σας
σίγουρα θα προκόψει.»
«Εγώ δεν θα είμαι πια εδώ παιδί μου, ζήτησα μετάθεση
και θα πάω σε άλλη πόλη. Τόσα χρόνια δεν
έφυγα ποτέ από δω. Σε λίγο θα πάρω και την σύνταξη μου και θα πάω σπίτι μου. Καιρός είναι να γνωρίσω κι άλλο τόπο, να πάρω
κι άλλες εντυπώσεις. Εδώ ήρθα νέα
κοπέλα, εδώ μεγάλωσα….παραμεγάλωσα θα έλεγα. Και μαζί με μένα μεγαλώσατε κι εσείς και κάνατε
παιδιά. Άλλα χρόνια τότε, τώρα τα παιδιά θέλουν άλλη μεταχείριση. Είναι
καλομαθημένα και δεν σηκώνουν μάλωμα.
« Συγνώμη κ. Θεοφανία δεν ήθελα να σας πικράνω. Ξέρω
πως σε σας οφείλω τα πρώτα μου γράμματα, τις γερές βάσεις που μου δώσατε να
προοδεύσω, αλλά ο γιος μου είναι πολύ ευαίσθητος και τον έχω μεγάλη έννοια…
όμως θέλω να ξέρετε πως δεν περάσατε απαρατήρητη από τις ζωές όλων των μαθητών
σας. Ακόμα κι αν λέμε για την αυστηρή
και σκληρή συμπεριφορά σας ένα χαμόγελο
νοσταλγίας συνοδεύει τα λόγια μας. Ένα χαμόγελο που κρύβει άδολη αγάπη και
σεβασμό.»
Έσκυψε και της φίλησε το χέρι… αυτό το χέρι που έπεφτε
με έννοια και σαν χάδι στο κεφάλι του σε κάθε λάθος περισπωμένη, οξεία, ψιλή
και δασεία.
Πόσο τις μισούσε τις περισπωμένες …. Ευτυχώς ο γιος του δεν θα τις υποστεί γιατί καθιερώθηκε
το μονοτονικό…
Και πέρασαν τα χρόνια και ο Σπύρος έγινε παππούς και ήρθε
η σειρά του εγγονού του να πάει σχολείο. Ο εγγονός του είναι πανέξυπνος, ξέρει
να χειρίζεται τους υπολογιστές και τάμπλετ. Ανήκει στην γενιά των γκρίκλις. Όλα
τα φωνήεντα ισοπεδωμένα και τα ελληνικά γράμματα ούτε καν τα γνωρίζει. Άραγε θα βρεθεί ένας δάσκαλος να του εμφυσήσει
την αγάπη για την Ελληνική γλώσσα;
Ο Σπύρος λυπάται, θυμάται την δασκάλα του και μελαγχολεί. Μια δασκάλα που σημάδεψε την μαθητική τους ζωή
όχι μόνο με αυστηρότητα αλλά και με αυταπάρνηση. Θυμήθηκε με τι μεράκι τους μάθαινε να τραγουδάνε και να παίζουν θεατρικά σκετσάκια
στις σχολικές γιορτές, να χορεύουν παραδοσιακούς χορούς, να κάνουν χειροτεχνίες και ζωγραφικές, να στολίζουν
την αίθουσα με τα δικά τους δημιουργήματα και να καλλιεργούν το ταλέντο τους.
Μια εποχή αξέχαστη ήταν η κ. Θεοφανία που έφυγε πλήρης
ημερών. Στο τελευταίο της ταξίδι την συνόδεψαν όλοι οι παλιοί μαθητές της σαν
να πήγαιναν σε μια σχολική εκδρομή.
Υ.Σ. Αφιερωμένο στους δασκάλους μου και ειδικά στην μνήμη
της κ. Βαρβάρας που μου έδωσε την ιδέα
να σκεφτώ την δική μου Μηχανή του Χρόνου. Ναι αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω
θα ήθελα να ξεκινήσω και πάλι από την πρώτη Δημοτικού.
Ένα πληγωμένο και πικραμένο παιδί ήταν ο Λευτεράκης.
Οι γονείς του φάνηκαν ανάξιοι της περιστάσεως. Όμως για τον πατέρα του ένιωθε
μεγάλη τρυφερότητα, τον υπερασπιζόταν όσο μπορούσε και τον φρόντιζε όταν τον
έβλεπε να παραπαίει απ’ το μεθύσι. Εκείνο που τον τσάκιζε και τον πονούσε ήταν
η αδιαφορία της μάνας του. Μάταια λαχταρούσε ένα της χαμόγελο, ένα της χάδι,
έστω ένα της βλέμμα. Την έβλεπε σαν ερχόταν με την κουρσάρα του
καινούργιου άνδρα της, να παραθερίσει στο χωριό, όλο αλαζονεία και
ξιπασιά. Ντυμένη με τα πιο ακριβά ρούχα και τα ξανθά της μαλλιά κρεπαρισμένα
στη τρίχα, ατσαλάκωτη και απρόσιτη.
Ο Λευτεράκης
έβρισκε τρόπους να περνάει από μπροστά της, για να της
κλέψει μια ματιά…αλλά εκείνη γύριζε αλλού το κεφάλι.
Τα βράδια την ονειρευόταν, να έρχεται να τον γλυκοφιλά
και να τον νανουρίζει…και ήταν τόσο ευτυχισμένος στον ύπνο του. Αλλά το πρωί
απογοητευμένος ερχόταν πάλι στην πραγματικότητα.
Έφτιαχνε με το μυαλό του διάφορες ιστορίες, ότι τάχα δηλαδή μπορεί να μη ξέρει
ότι είναι αυτός είναι το παιδί της και όταν το μάθει θα τρέξει αμέσως να τον
αγκαλιάσει και να τον φιλήσει.
Δάκρυζε κρυφά όταν έβλεπε τους φίλους του, πόσο πολύ
τους πρόσεχαν οι μαμάδες τους.
Αλλά η δική του μαμά είχε άλλο παιδί να αγαπάει. Το
παιδί του άνδρα της, ένα κακομαθημένο βουτυρόπαιδο που ερχόταν να κάνει τον
εξυπνάκια και τον νταή στα παιχνίδια τους στις αλάνες.
Μια μέρα ήθελε να παίξει κι αυτός μπάλα μαζί τους. Τα
παιδιά τον φώναζαν μπούλη και μαμούχαλο πίσω από την πλάτη του και δεν τον
χώνευαν, ούτε τον ήθελαν για παρέα. Όμως
μπροστά του, του έκαναν τεμενάδες… ήταν βλέπεις ο πρωτευουσιάνος με τον πλούσιο
μπαμπά. Σε μια τρίπλα ο Λευτεράκης τον έσπρωξε άθελά του κι έπεσε και μάτωσε το
γόνατό του…ο βουτυρομπεμπές.
Έβαλε τις τσιρίδες και τα κλάματα και η ήρθε η κυρία
Θεανώ να υποστηρίξει το καμάρι της και να μαλώσει τα χωριατόπαιδα που τον
έσπρωξαν.
«Ποιος το έκανε αυτό εε; Ποιος;»
Ο Λευτέρης στάθηκε θαρρετά μπροστά της. Δεν περίμενε
να τον μαλώσει…τι στο καλό ήταν η αληθινή του μαμά…ενώ του άλλου ήταν η μητριά του.
Άστραψαν τα μάτια της από θυμό, τον άρπαξε απ’ το αυτί
και του έριξε ένα δυνατό σκαμπίλι.
«Να μάθεις παλιοαλήτη…βρωμόπαιδο…
Το παιδί δεν ήξερε τι τον πόνεσε πιο πολύ…το αυτί του, το μάγουλό του ή η ψυχούλα του;
Ήθελε να
ανοίξει η γη να τον καταπιεί από την προσβολή που του έκανε η ίδια του η μάνα.
Οι φίλοι του πάγωσαν όταν είδαν να πέφτει το χαστούκι στο μαγουλάκι του.
Το παιχνίδι χάλασε και τα παιδιά ένα ένα έφευγαν
σιωπηλά για το σπίτι τους. Η Θεανώ τράβηξε τον προγονό της απ’ το χέρι
κι έφυγαν κι αυτοί. «Αυτά παθαίνεις όταν παίζεις με τα χωριατόπαιδα, σου έχω
πει να μην ανακατεύεσαι μαζί τους.»
Μερικές κυράδες που ήσαν μπροστά στο συμβάν έφριξαν
από την σκληράδα της. Ακόμα και μια πέτρα θα ράγιζε για το σπλάχνο της. Μια
γερόντισσα της πέταξε με αγανάκτηση μια κουβέντα.
«Σκύλα όταν
έβγαζες τα μάτια σου με τον Δρακούλη ήταν καλά; Τώρα δεν το θες το παιδί!»
Μια άλλη σιγοντάρισε κουνώντας το κεφάλι. « Παιδί της
είναι δεν το πονά;»
Η Θεανώ τις αγριοκοίταξε και σφύριξε μέσα από τα
δόντια της.
«Θα σας φτιάξω εγώ παλιοσκρόφες, να δούμε που θα
βρείτε τρύπα να κρυφτείτε.»
Λούφαξαν κι άλλες και δεν μίλησαν.
Μόνο η
γερόντισσα σήκωσε το δάχτυλο και της είπε θαρρετά.
« Ει συ που μας κάνεις την κυρία …ακουσε με … Θα έρθει
η μέρα που θα σέρνεσαι σαν το φίδι και κανείς δεν θα σε πλησιάζει. Αυτή θα
είναι η τιμωρία σου άσπλαχνη γυναίκα. Και την τρύπα που μας απειλείς, αυτός που τώρα κανακεύεις, εκεί θα σε
κλείσει. Και η ψυχή σου θα βγει μόνο
όταν έρθει ο γιος σου και σε συγχωρήσει.»
Η Θεανώ ανατρίχιαζε από φρίκη αλλά γέλασε
περιφρονητικά και της είπε. «Μπα είσαι και προφήτισσα, παλιόγρια. Κοίτα τα δικά
σου τα στερνά που έχουν πλησιάσει επικίνδυνα.»
Ο Λευτέρης με πληγωμένη την ψυχούλα του, δεν ήθελε να
πάει στο σπίτι, μη τον δει ο πατέρας του και τον ρωτήσει τι έχει. Δεν ήθελε να
τον στενοχωρήσει. Έτσι κίνησε να πάει στην αγαπημένη του κρυψώνα.
Ήταν ένας παραμελημένος στάβλος κοντά στο σπίτι
του. Εκεί κάποτε υπήρχε ένα άλογο, ίσως
κι άλλα ζώα , αλλά ο Λευτεράκης δεν είχε
προλάβει να τα δει. Τώρα εκεί υπήρχε μόνο μια σούστα με μια ρόδα
σπασμένη και ένα παχνί με τα άχυρα.
Εκεί έτρεχε κάθε φορά που είχε ανάγκη να μιλήσει
με τον φίλο του. Γιατί το παιδί είχε ένα
φίλο, κρυφό απ’ όλους. Το κρατούσε μυστικό, γιατί δεν ήθελε να τον μοιραστεί με
κανέναν άλλον.
Η πρώτη φορά που μίλησε με αυτόν τον μυστικό του φίλο,
ήταν ακόμη πολύ μικρούλης, είχε ξεφύγει απ’ την επιτήρηση του πατέρα του που
μεθυσμένος είχε πέσει στο στρώμα και δεν έπαιρνε χαμπάρι τίποτα. Ο μικρός λυπημένος είχε βγει στο δρόμο και τα
βήματά του τον οδήγησαν σ’ αυτόν τον
ερειπωμένο στάβλο. Είχε χωθεί μέσα στα
άχυρα και έκλαιγε, όταν ένας παππούς με μειλίχιο και αγαθό πρόσωπο κάθισε κοντά
του και τον ρώτησε.
«Τι έχεις
μικρούλη μου; Γιατί κλαις;» Το παιδί ένιωσε ασφάλεια κα μια περίεργη στοργή γι
αυτόν τον παππού. Μίλησαν πολύ ώρα και του είπε όλα τα βασανάκια του και ο
παππούς τον συμβούλευε με γλυκό και τρυφερό τρόπο.
«Δεν έχω παππού
και θα ήθελα πολύ κάποιον σαν εσένα.»
«Τότε να έρχεσαι όποτε θέλεις να μιλάμε. Αλλά να μην
το πεις σε κανένα. Θα είναι το μυστικό μας.
Έτσι, όταν
ήθελε να ηρεμήσει η καρδούλα του από τις λύπες του εκεί έτρεχε, εκεί έβρισκε
καταφύγιο. Ο μυστικός παππούς του έλεγε πολύ ωραίες ιστορίες, του μιλούσε για
πράγματα που δεν τα φανταζόταν. Του έλεγε ότι είχε κάποτε ένα περήφανο άλογο
που έτρεχε σαν τον άνεμο. Και ο μικρός τον άκουγε μαγεμένος και το μυαλουδάκι
του ταξίδευε μαζί του.
«Θέλω κι εγώ να αποκτήσω ένα άλογο όταν μεγαλώσω. Να
τρέχει σαν τον άνεμο και να με πηγαίνει σε μέρη και σε τόπους που δεν έχει δει
ανθρώπου μάτι.»
Κι ονειρευόταν ο μικρός με τις ιστορίες του σοφού
παππού και ημέρευε η ψυχή του. Γυρνούσε τότε στο σπίτι του χαρούμενος και
ξεχνούσε τις αιτίες που τον έκαναν να
κλαίει.
Έτσι και εκείνη τη μέρα πήγε κλαμένος να κρυφτεί στον
καταφύγιο του. Να βρει παρηγοριά στον φανταστικό παππού του. Μόνο αυτός
μπορούσε να τον δει και να τον ακούσει, σε κανένα άλλον δεν φανερωνόταν γιατί
μόνο η παιδική και άδολη ψυχή του μπορούσε να τον δημιουργήσει.
«Τι έχεις σήμερα παιδί μου; Τα ματάκια σου είναι
κόκκινα απ’ το κλάμα και το μαγουλάκι σου έχει πάνω σημάδια από δαχτυλιές.
Ποιος σε χαστούκισε;»
Ο παππούς ήταν θυμωμένος.
Είχε καταλάβει.
Όλα τα ήξερε ο παππούς χωρίς να περιμένει να του τα πει εκείνος.
-«Ακουσε με παιδί μου, και βάλτα καλά στο μυαλό σου
αυτά που θα σου πω. Να μάθεις να μην
αποζητάς την αγάπη εκεί που δεν υπάρχει. Δεν είναι όλοι άνθρωποι ευλογημένοι να
αγαπάνε.»
«Μα είναι η μάνα μου παππού … η αληθινή μου μάνα. Γιατί
με μισεί; Μήπως δεν είμαι καλό παιδί;
Μήπως την ντροπιάζω; Εγώ φταίω που δεν είμαι άξιος της αγάπης της;»
«Στο σχολειό σου μάθατε για τους πρωτόπλαστους, που ο
Θεός καταράστηκε την Εύα να γεννάει με
πόνο τα παιδιά της. Έτσι και όλες οι γυναίκες από τότε με πόνο γεννούν τα
παιδιά τους. Αλλά δεν είναι μόνο ο σωματικός πόνος, αυτός περνάει αμέσως και
ξεχνιέται. Άλλος είναι ο πόνος…είναι η
έννοια που έχουν σ’ ολόκληρη τη ζωή τους για τα παιδιά τους. Μέχρι να κλείσουν
τα μάτια τους οι μανάδες πονάνε για αυτά από την πολύ αγάπη.
Κι αυτή είναι η ευλογία τους παιδί μου. Ο Θεός με την φιλευσπλαχνία του
αυτή τη κατάρα την έκανε ευλογία.
Υπάρχουν όμως και οι γυναίκες που δεν την δέχτηκαν
αυτή τη ευλογία γιατί απλώς δεν ήθελαν να την δεχτούν.»
«Και η δική μου μαμά δεν την δέχτηκε παππού; Γιατί;»
«Μη ρωτάς
γιατί δεν υπάρχει απάντηση. Ίσως για να
μάθεις να στέκεσαι στα δικά σου πόδια, στις δικές σου δυνάμεις. Οι γονείς σου
ήσαν ανώριμα παιδιά όταν σε έκαναν, δεν ήξεραν να αγαπήσουν. Κι ο πατέρας σου αν σ’ αγαπούσε θα φρόντιζε
για σένα και δεν θα κατρακυλούσε στο πιοτό.»
« Μα ο μπαμπάς μου με φροντίζει, ότι κι αν κάνει
υπάρχει πάντα φαγητό στο τραπέζι μας και ζεστά ρούχα να φορέσω και…»
«Η αγάπη δεν
είναι υλική. Είναι η ψυχή μας και το
πνεύμα μας, είναι αυτό που δίνει το φως και την ευτυχία στην καρδιά μας.
Και ο πατέρας σου δεν το έχει αυτό το φως, μόνο
σκοτάδι έχει και δεν μπορεί να σε δει. Εσύ όμως είσαι δυνατός, έχεις αντοχές
μέσα σου που ακόμα δεν τις έχεις ανακαλύψει. Γι αυτό να μην αφήσεις ποτέ κανένα
να σε κάνει να ξανακλάψεις. Αυτά τα λόγια να θυμάσαι από μένα.
«Και συ παππού. Έχω και σένα …»
«Εγώ θα φύγω πια παιδί μου. Δεν με χρειάζεσαι άλλο,
μεγάλωσες … κατάλαβες τι αξίζει να κρατάς και τι να προσπερνάς … και όταν κάποιος θα σε πληγώνει, να θυμάσαι τον
μπάρμπα Ανδρέα τον παππού………
Εκεί στα χαρακώματα γνώρισε ένα παιδί ήτανε δεν ήτανε 20 χρονών Μαζί έζησαν δυο μήνες, στον ίδιο λόχο, έγιναν φίλοι και μοιράζονταν την κουραμάνα
τους αλλά και τις σκέψεις τους, τις
ελπίδες τους, τα όνειρά τους. Τον λέγανε Σταύρο και ήταν από ένα χωριό της
ορεινής Ναυπακτίας. Άνω Χώρα λεγόταν το
χωριό του γεμάτο έλατα και καστανιές.
Του μιλούσε με τέτοια αγάπη για το χωριό του και για την οικογένειά του
που δεν χόρταινε να τον ακούει. Ένιωθε πως ήταν κι αυτός μέλος αυτής της οικογένειας.
«Μόλις
τελειώσει ο πόλεμος βρε Παντελή, να
έρθεις να με βρεις, να δεις και συ τι
ωραία είναι. Να γνωρίσεις την μάνα μου την Οθωνάκαινα …
Γιανούλα την λένε αλλά την φωνάζουν έτσι απ’ τον πατέρα μου τον Όθωνα. Καλός άνθρωπος ήταν και τεχνίτης ξακουστός.
Έχω και δυο αδέλφια, την Ελένη και τον Κώστα,
τα λατρεύω τα αδέλφια μου, αλλά θέλουν να φύγουν, να πάνε σε άλλη πόλη
να βρουν δουλειά και να προκόψουν. Στο χωριό μας δεν έχουν δυστυχώς ευκαιρίες. Εγώ όμως θα μείνω στο τόπο μου. Αγαπώ μια
κοπελιά και της έδωσα τον λόγο μου πως σαν γυρίσω θα παντρευτούμε. Να έρθεις στον γάμο μου Παντελή, να γίνεις και κουμπάρος μου . Η μάνα μου η
Οθωνάκαινα χαλί θα γίνει για σένα.
Αυτές οι κουβέντες τους κρατούσαν συντροφιά τις ώρες
που δεν σφύριζαν δίπλα τους τα πολυβόλα.
Αχ Σταύρο που ονειρευόσουν τις καστανιές και τα έλατα
του χωριού σου, την μάνα σου που σε
πρόσμενε, τα αδέλφια σου, τους συγγενείς σου και την κοπελιά που σ’
αγαπούσε. Έμεινες εκεί στα ξένα
χώματα θαμμένος και κανείς δεν έμαθε που
είναι ο τάφος σου να σου ανάψουν ένα καντήλι.
Η ζωή προχώρησε … οι καιροί άλλαξαν τα αδέλφια σου έκαναν παιδιά σε άλλη πόλη μακριά. Σε
θρήνησαν και σε πένθησαν για χρόνια, αλλά δεν σε ξέχασαν. Ο αδελφός σου ο
Κώστας σε τίμησε δίνοντας το όνομά σου στο γιο του για να ξαναζήσεις μέσα απ’
αυτό το παιδί, σε άλλες εποχές
μελλούμενες , πιο ευνοΐκές και πιο
καλές.
Και το χωριό σου σε τίμησε γράφοντας το όνομά σου πάνω
σε μαρμάρινο μνημείο στη πλατεία μαζί με
τα ονόματα των ηρωικώς πεσόντων στο πόλεμο. Έχασε πολλά παλικάρια το χωριό σου
μαζί με σένα. Και ποιος τόπος δεν θρήνησε
τα χαμένα του παιδιά; Μόνο αυτές
οι μαρμάρινες πλάκες απόμειναν να σας θυμίζουν. Με τα ονόματά σας
γραμμένα με πόνο και οδύνη.
Γεμάτη μάρμαρα η πατρίδα
μας που πάνω τους χαράσσονται οι στιγμές της ιστορίας μας και οι ήρωες που
γνώρισαν τον θρίαμβο μέσα από τον θάνατο. Έναν ένδοξο θάνατο που από αιώνες
πριν μας έμαθε να μην δειλιάζουμε μπροστά του.
Από το μνημείο των Θερμοπυλών
μέχρι σήμερα που κάθε τόπος έχει το μαρμάρινο ΗΡΩΟΝ του,
με ονόματα των παιδιών του που τα
προσέφερε στην πατρίδα και
γράφτηκε η ιστορία μας, με αίμα αθώο και κερδισμένο.
Υ.Σ.
Αυτή η παράγραφος βρίσκεται σε μια
ανέκδοτη νουβέλα μου που γράφτηκε πριν
τρία χρόνια, με τίτλο ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΣΤΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ. Πέρα από την μυθοπλασία της αυτή η μικρή
αναφορά είναι αληθινή. Το παιδί που γεννήθηκε σε εποχές μελλούμενες και ευνοΐκές και πήρε το όνομα του χαμένου
θείου του στον πόλεμο ήταν ο αγαπημένος μου
σύζυγος Σταύρος Πανουργιάς. Σήμερα θέλω να το αφιερώσω στη μνήμη του…
Όταν άρχισε να
περπατάει τον έπαιρνε απ’ το χεράκι και πήγαιναν στην θάλασσα να ψαρέψουν. Ο
μικρός καθόταν ήσυχος και υπομονετικός και
έκανε μεγάλη χαρά κάθε φορά που
έπιαναν ένα ψαράκι. Έβγαζε γλυκές φωνούλες και έλεγε τα πρώτα του λογάκια. Για
κάθε τι καινούργιο του κατόρθωμα γίνονταν όλοι περήφανοι και καμάρωναν.
«Ο εγγονός είπε εκείνο ή είπε τα άλλο,» Λες κι
ήταν το παιδί θαύμα ή
το παιδί φαινόμενο. Για τέτοια τρέλα μιλάμε !
Όταν σταμάτησε
να βρέχει τις πάνες του και να μιλάει καθαρά, ο παππούς
του το έπαιρνε μαζί του
στο καφενέ. Τον κέρναγε πορτοκαλάδα και τον
έβαζε να κάθεται σαν μεγάλος στην
καρέκλα και να κάνουν χάζι οι θαμώνες
οι καφενόβιοι.
Πήγαινε επίτηδες
στο καφενείο που σύχναζε ο συμπέθερος του ο Αναστάσης. Πίστευε ο αγαθός γέρος
ότι θα τον συγκινούσε η παρουσία του εγγονού του. Εκείνος όμως μόλις τους
έβλεπε να έρχονται σηκωνόταν θυμωμένος και
έφευγε μουρμουρίζοντας.
«Που το φέρνει
μωρό παιδί μέσα στους καπνούς και στην τσιγαρίλα. Θα το κάνει αληταρά σαν τον
γιο του!»
Μια μέρα τον
έφερε πάλι, κάθησαν στο τραπεζάκι τους
και του παρήγγειλε
την πορτοκαλάδα του.
« Ωχ ξέχασα να
πάρω τσιγάρα βρε Πετράκη. Κάτσε εδώ
φρόνιμα και έρχομαι αμέσως.»
Ο μικρός έμεινε
μόνος, έκανε μια αδέξια κίνηση και έριξε
κάτω το ποτήρι του, το έσπασε και τα
έκανε όλα χάλια.
Όλοι γέλασαν με
το παραπονιάρικο προσωπάκι του που ήταν έτοιμο να κλάψει, όταν τον μάλωσε ο καφετζής.
« Τι έκανες εκεί; Τώρα θα σε μάθω εγώ.» πλάκα του έκανε για να τον τρομάξει.
Ήταν τόσο αθώα η
φατσούλα του καθώς κοιτούσε σαστισμένο γύρω του, ζητώντας βοήθεια από κάποιον
να τον σώσει.
Τότε σηκώθηκε ο
Αναστάση,, πήρε το παιδί αγκαλιά, σκούπισε την μυτούλα
του και είπε.
«Τι θες παλικάρι μου; Να σπάσε κι αυτό, σπάσε
κι αυτό… κι αυτό… κι αυτό…» Ο μικρός το
βρήκε για παιχνίδι και άρχισε να τα σπάει όλα, ποτήρια, φλυτζάνια, πιατάκια… Τα
έβλεπε να γίνονται κομμάτια στο πάτωμα με θόρυβο και ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
«Να πάρε κι
αυτό, πάρε κι αυτό. Να κάτω κι αυτό… μπαμ κάτω κι αυτό.»
Και δώστου να τα σπάνε
μαζί και να γελάνε !
«Τρελάθηκες βρε
Αναστάση; Θα μου γκρεμίσεις το μαγαζί; Δεν μου άφησες τίποτα . Τι κάνεις εκεί;»
«Να ρε, πάρε να αγοράσεις καινούργια!» έβγαλε απ΄ την
τσέπη του ένα μάτσο χιλιάρικα και του τα ακούμπησε στον πάγκο. «Πάρε καινούργια
ρε τσιφούτη, τόσα χρόνια τα ίδια βρωμοπότηρα έχεις ! Πάρε καινούργια, εγώ
πληρώνω !
Ο εγγονός μου θέλει να τα σπάσει όλα ! Κι όταν κάνει ζημιά ο εγγονός
μου,
εγώ πληρώνω.»
Ο κυρ Θωμάς έμεινε κρυμμένος και παρακολουθούσε πίσω απ’ τη πόρτα όλη τη σκηνή χαμογελαστός. «Το ήξερα εγώ , ότι θα σε συγκινήσει στο
τέλος,
ότι θα σε κατακτήσει και σένα και θα το αγαπήσεις, παλιοεγωιστή.»
Από τότε κάθε βραδάκι ο Αναστάσης περίμενε στο καφενέ τον εγγονό του
κι όταν
δεν ερχόταν γύριζε στο σπίτι του με βαριά καρδιά.
Η ιστορία της
κόρης του τον είχε γεράσει πρόωρα. Πόναγε πολύ κι ας μην το έδειχνε, κρατώντας
την αυστηρή και αδυσώπητη στάση του.
Ήθελε να την
σφίξει στην αγκαλιά του,, να την συγχωρέσει και να γίνει και
πάλι η μικρή του
κορούλα. Αλλά πέτρωνε η καρδιά του και ένας κόμπος τον έπνιγε στο λαιμό. Δεν
ξεπερνούσε το ρεζιλίκι που έπαθε, όταν έγινε το
σκάνδαλο και κλέφτηκε με εκείνο
τον αλήτη, το γιο του Θωμά του ρεμπεσκέ.
«Ανόητο κορίτσι,
τι πήγες κι έκανες; Αν όμως ερχόσουν και μου ζητούσες συγνώμη θα τα ξεχνούσα
όλα και θα γινόσουν πάλι η κορούλα μου.»
Τέλος του καλοκαιριού, οι πρώτες βροχούλες έδιωξαν
τους παραθεριστές που έφευγαν με τα
καράβια της άγονης γραμμής.
Το νησί θα έπεφτε στην χειμέρια νάρκη του. Οι μόνιμοι
κάτοικοι
θα έβρισκαν πάλι τις μικρές , απλές και καθημερινές τους συνήθειες Το τάβλι στο καφενείο, το ουζάκι με το ψητό
χταποδάκι, το ψάρεμα με το καλάμι στα βραχάκια.
Και η ζωή να κυλάει αργά και ήρεμα … σαν το παλιό
κρασί που ωριμάζει.
Αυτές τις συνήθειες
είχε αγαπήσει η Άννα, όταν πριν από ένα χρόνο τα παράτησε όλα και ήρθε
να μείνει σ’ αυτό το ξεχασμένο
νησάκι που στο χάρτη του Αιγαίου ήταν μια μικρή κουκίδα.
Πάντα το είχε όνειρο, να ζήσει μόνη και ελεύθερη ,
όταν πνιγόταν από την μονοτονία και την πίεση της καθημερινής της ζωής.
Η Άννα δεν ήταν
πια νέα, αλλά ούτε και ανήμπορη γριά. Είχε μέσα της ακόμη το σθένος και τη δύναμη , να τα αλλάξει όλα και να
κάνει μια νέα αρχή. Πενηντάρισε, η ζωή
έφευγε τόσο γρήγορα, σαν κάποιος να είχε πατήσει το γρήγορο πρόγραμμα στο
βίντεο, εκείνο που τρέχει χωρίς φωνή και ανάσα, όταν θέλουμε να ξεπεράσουμε μια
βαρετή σκηνή και να πάμε παρακάτω. Μόνο που αυτό το παρακάτω ήταν ίδιο με το
προηγούμενο και η σκηνή που περιμένουμε να έχει κάποιο ενδιαφέρον δεν έρχεται
ποτέ.
Η πικρή αλήθεια είναι πως βρισκόταν στην αόρατη
δεκαετία,
σ’ αυτή που ούτε στα νεανικά κοινά σε κατατάσσουν, πάνω των σαράντα πέντε, ούτε στα Κ Α Π Η σε
γράφουν κάτω των πενήντα πέντε. Τα άτομα
45 μέχρι 55, δεν υπάρχουν, κανείς δεν
ασχολείται μαζί τους . Γι αυτό ότι καταφέρουμε μόνοι μας, αδέλφια !
Αυτό το νησάκι το είχε επισκεφτεί στα νιάτα της, ήταν
ερωτευμένη τότε … φυσικά ευτυχισμένη.
Είχε μείνει σ΄ ένα δωματιάκι ψηλά πάνω στο βράχο, με ένα υπέροχο μπαλκόνι, με θέα την απέραντη θάλασσα.
Αυτό το
δωματιάκι ονειρευόταν όταν ήθελε να
ξεφύγει το μυαλό της απ’ τα προβλήματα. Να κάθεται εκεί στο μικρό μπαλκονάκι και να φαντάζεται ιστορίες, να της έρθει
επιτέλους εκείνη η ευλογημένη έμπνευση και να γράψει ένα βιβλίο.
Κι επειδή όταν
θέλεις κάτι πολύ, το πετυχαίνεις, έτσι
και η Άννα, δεν ήθελε να περιμένει άλλο, παράτησε την δουλειά της, τους φίλους, τις υποχρεώσεις της και ότι άλλο την έδενε με
την παλιά της ζωή, πήρε το καράβι και ήρθε. Καθηγήτρια φιλόλογος ήταν … ένιωσε πια πως
στέρεψε και δεν είχε τίποτα άλλο να προσφέρει στους μαθητές της. Σε
κανένα δεν είχε να προσφέρει τίποτα πλέον, κανείς δεν είχε την ανάγκη της, παρά
μόνο ο εαυτός της.
Για πρώτη φορά σκέφτηκε πως άξιζε κάτι και αυτή και πως ήρθε ο καιρός να κάνει το όνειρό της αληθινό.
Το δωμάτιο της κυρά Μορφούλας ήταν εκεί και την
περίμενε. Μαζί της κουβάλησε μια βαλίτσα
με βιβλία που πάντα ήθελε να διαβάσει αλλά δεν είχε χρόνο, ένα πάκο με χαρτί
και πολλά μολύβια και όρεξη να γράψει. Όμως ο καιρός περνούσε και εκείνη έξυνε ξανά και ξανά τα μολύβια, γέμιζε τόνους
με πριονίδι, τα μολύβια σώθηκαν πια και
το άγραφο χαρτί κιτρίνισε άδοξα, χωρίς να υπάρξει ούτε μια τόσο δα μικρή
λεξούλα επάνω του.
Το να αγναντεύει με τις ώρες την θάλασσα δεν ωφελούσε. Ο κόσμος ήταν εκείνος που θα της
έδινε την έμπνευση.
Γρήγορα έπιασε γνωριμίες με τους ντόπιους. Τους ήξερε
όλους πια με τα μικρά τους ονόματα.
Κατέβαινε κάθε πρωί αχάραγα να πιει καφέ στο καφενέ με
τους ψαράδες. Έπαιζε τάβλι μαζί τους και τους κερνούσε ρακί, όταν έχανε. Συζητούσε με τις γριούλες στις αυλές και
μάθαινε βελονάκι και κομποβελονιά.
Παίνευε το γλυκό του κουταλιού και άκουγε τις με προσήλωση τις
προσωπικές ιστορίες τους .
Εκείνος ο πρώτος χειμώνας στο νησί την άλλαξε, την
έκανε πρόσχαρη, επικοινωνιακή και υπομονετική .
Κυρά δασκαλίτσα την αποκαλούσαν όλοι και την
αποζητούσαν στην παρέα τους.
« Κυρά δασκαλίτσα εδώ η ζωή δεν περνιέται εύκολα. Η
μοναξιά σε σκοτώνει, τα νιάτα ξενιτεύτηκαν και απομείναμε εδώ μια χούφτα γέροι,
να περιμένουμε κάθε δεκαπέντε το καράβι, να μας φέρει τα νέα του έξω κόσμου.»
« Κι ο έξω κόσμος μπούχτισε πια … αν ξέρανε που είναι
ο παράδεισος και πλακώνανε όλοι εδώ, θα
αλλοίωναν αυτή την ομορφιά που μόνο εσείς έχετε τη χάρη να απολαμβάνετε … τότε θα νιώθατε στο πετσί σας τα πραγματικά προβλήματα.»
«Και συ πως και βρέθηκες εδώ; Δεν έχεις άνδρα και παιδιά;»
« Απ’ όλα έχω, αλλά ξεμπέρδεψα μαζί τους. Η κόρη μου μεγάλωσε δεν μ’ έχει ανάγκη …κι ο πρώην άνδρας μου, έχει κι άλλες πρώην
ας πάει σ’ αυτές να τον φροντίσουν.»
Όλους του ήξερε
με τα μικρά τους ονόματα, ο Μήτσος ο φούρναρης της κρατούσε πάντα το ξεροψημένο
καρβελάκι με το σουσάμι που της άρεσε, ο
Μανώλης ο ψαράς, το φρέσκο μαριδάκι όπως
το έβγαζε σπαρταριστό απ’ τα δίχτυα, η
κυρά Μορφούλα η σπιτονοικυρά της , τα νόστιμα γεμιστά της και το κυδώνι το
γλυκό κάθε απόγευμα.
Ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Το νησί έμενε μέρες
αποκλεισμένο χωρίς καράβι. Η Άννα πίστευε πως γρήγορα θα πλήξει, αλλά ευτυχώς η
μελαχγολική της διάθεση την είχε εγκαταλείψει και έβρισκε κάθε μέρα, νέα ενδιαφέροντα
πράγματα να κάνει.
Την γοήτευε η
βροχή που έπεφτε στα τζάμια της,ο αέρας που κτυπούσε τα παραθυρόφυλλα, η
θάλασσα η αγριεμένη που έκανε τις ψαρόβαρκες να χορεύουν στην προβλήτα.
Ανάσαινε τον θαλασσινό αέρα και όταν είχε απανεμιά
χάζευε με τις ώρες , τα πυροφάνια πέρα μακριά στο πέλαγος .
Στις χειμωνιάτικες λιακάδες κατέβαινε χοροπηδώντας τα
σκαλιά μέχρι το λιμανάκι και σιγοτραγουδούσε την « Μπαλάντα του Αντρίκου». Κι όταν βαριότανε, έστυβε το μυαλό της να της έρθει καμιά καλή
ιδέα.
Με όλους είχε πιάσει φιλίες και στο μοναδικό καφενέ του νησιού , την περίμεναν
οι θαλασσοδαρμένοι ψαράδες, να ακούσουν
τις ιστορίες της, που τις σκάρωνε εκείνη
ακριβώς τη στιγμή που τις έρχονταν στο μυαλό και τις ξεφούρνιζε, ζεστές και
φρέσκιες, χωρίς καμιά προετοιμασία.
Την είχαν αποδεχτεί σαν φυσικό φαινόμενο χωρίς να απορούνε τι ζητάει
εκεί μια γυναίκα μόνη της. Ίσως κρυφά να την έλεγαν και ψώνιο, αλλά είχαν δει καν και καν ψώνια που έρχονταν κατά καιρούς στο νησί τους και ένιωθαν πως αυτή κάπου ξεχώριζε.
« Εσύ είσαι
συγγραφέας κοπέλα μου. Για δεν κάθεσαι
να τις γράψεις αυτές τις ιστορίες που μας λες;»
« Ε όχι και συγγραφέας, μεγάλη κουβέντα είναι αυτή, οι αληθινοί συγγραφείς που εγώ θαυμάζω και αγαπώ
θα καγχάζουν μαζί μου. Μια παραμυθατζού
είμαι … και λέω ωραία παραμύθια.»
Μόνο μ’ ένα
γεράκο, κακοσούλουπο και σκουντούφλη δεν είχε παρτίδες. Όταν ερχόταν στον καφενέ καθόταν μοναχός και
δεν μιλούσε σε κανένα.
« Ωχ ήρθε πάλι ο μουρλό Λουκής.»
Ψιθύριζαν πίσω απ’ την πλάτη του, όμως του μιλούσαν με
ευγένεια και σεβασμό, ίσως και με κάποιο
δέος …
Τον χαιρετούσαν και τον κερνούσαν τσίπουρο και
τσιγάρα.
Η Άννα το πρώτο καιρό δεν έδωσε σημασία, ίσως να είναι ο τύπος ο γραφικός του χωριού,
σχεδόν κάθε τόπος έχει και τον τρελό
του.
Όμως σιγά σιγά άρχισε να αναρωτιέται, τι καημό κρύβει
μέσα του αυτός ο γεράκος και δεν το μολογάει σε κανένα.
Απ’ το μπαλκόνι της ψηλά, έβλεπε κάτω ένα όμορφο
κολπίσκο που δεν είχε εύκολη πρόσβαση απ’ την ξηρά, Εκεί είχε το σπιτάκι του ο
μουρλό Λουκής . Κάτι σαν μια νοσηρή περιέργεια
της είχε πιάσει να μάθει γι αυτόν. Πήρε κιάλια και τον παρακολουθούσε. Της
έγινε συνήθεια κάθε πρωί να βγαίνει και
να τον κοιτάει, όταν ψάρευε με την
βαρκούλα του στα ανοιχτά ή όταν καμάκωνε με το καμάκι του χταπόδια στα βραχάκια.
Ακόμη δεν είχε καταλάβει πως αυτός ο γεράκος θα ήταν η
θρυαλλίδα που θα έδινε φωτιά στην έμπνευσή της. Το ένστικτο μπορεί να κοιμάται, αλλά μερικές
φορές λειτουργεί και κοιμισμένο.
Πώς να τον πλησιάσει να πιάσει κουβέντα μαζί του;
Πήρε ένα καλάμι για ψάρεμα και τσαλαβουτώντας άκρη άκρη στην ακροθαλασσιά, έφτασε στον ορμίσκο
του. Έλειπε, δεν ήταν εκεί είχε ανοιχτεί με την βάρκα του.
Πλησίασε το
σπιτάκι του και είδε έξω στην αυλή του ένα ολόκληρο εργαστήριο με εργαλεία
ξυλογλυπτικής και έναν απίθανο στολίσκο από μικρές ξύλινες βαρκούλες εξαίσιας
τεχνικής. Σαν αυτές που πουλάνε στα
μαγαζιά για σουβενίρ στους τουρίστες.
Τις χάζευε εκστατική.
Μικρές, μεγάλες, άλλες με
κατάρτια και πανιά, με τονισμένη την παραμικρή λεπτομέρεια επάνω τους, βαμμένες με ζωηρά χρώματα. Τότε πρόσεξε πως όλες είχαν το ίδιο όνομα
χαραγμένο στην πλώρη τους. ΚΟΡΑΛΙΑ !
Κοράλια; Ίσως
μπορεί να τις λένε όλες κοράλια, το κοράλι είναι θαλάσσιος οργανισμός.
Έπιασε μια στα χέρια της και την περιεργάστηκε
με θαυμασμό . Ώστε έτσι ζει αυτός ο καημένος ο γεράκος, φτιάχνει ξύλινες
βαρκούλες και τις πουλάει στους τουρίστες.
Απορροφημένη να κοιτάει με θαυμασμό τις βαρκούλες δεν
τον κατάλαβε πως ήρθε ξαφνικά. Ένιωσε
άσχημα που παραβίασε του χώρο του.
-Επ τι ζητάς εσύ εδώ; Δεν θυμάμαι να σε κάλεσα.
- Συγνώμη για την αδιακρισία μου, να ψαρέψω στα
βραχάκια ήρθα, αλλά είδα αυτές τις πανέμορφες βαρκούλες και στάθηκα να τις θαυμάσω. Τις πουλάτε;
- Αυτές όχι … είναι δικές μου, αλλά αν θέλεις να
παραγγείλεις κάποια, θα σου φτιάξω μια.
- Αν έχετε την καλοσύνη θα ήθελα μια. Να σας δώσω και προκαταβολή,
όσα έχω επάνω μου τώρα.
- Τι όνομα θέλετε να της γράψω;
- Κοράλια, όπως αυτές …
- Αυτές δεν τις λένε κοράλια, Κοραλία τις λένε.
- Κοραλία !! Τι όμορφο όνομα !
- Εσένα πως σε λένε κυρά δασκαλίτσα; Σε φωνάζουν όλοι έτσι, αλλά το όνομά σου δεν
το λένε.
Ώστε την ήξερε ο γερό Λουκής, την
είχε προσέξει.
- Άννα με λένε
μπαρμπά Λουκή και μένω εδώ από
πάνω στο σπίτι της Μορφούλας.
- Κρίμα … εγώ νόμιζα πως σε λέγανε Μαρίνα …
Μαρίνα; Πως του ήρθε;
-Άμα θες εσύ μπαρμπά Λουκή να μες λες Μαρίνα, δεν έχω
αντίρρηση.
- Μου θυμίζει η φυσιογνωμία σου μια κοπέλα που γνώρισα
κάποτε, έτσι τη έλεγαν. Βέβαια εκείνη
τότε, ήταν φρέσκο κοριτσόπουλο, πάνω στα νιάτα της. Και εγώ πάνω στα νιάτα μου ήμουν τότε.
- Ε εντάξει μπορεί να έχω μπαγιατέψει και να μην είμαι
πια φρέσκο κοριτσόπουλο, αλλά πως και έκανες τέτοιο συνδυασμό στο μυαλό σου; Από πού κι ως που σου θύμισα εκείνη.
- Σε παρατηρώ καιρό τώρα, κάτι μου λέει πως αν ζούσε
ακόμη η Μαρίνα θα ήταν ίδια με σένα.
Έτσι θα μεγάλωνε κι αυτή, τα χρόνια θα της έδιναν την δική σου
γλυκιά όψη. Ήταν όμορφη … κοπέλα.
- Την αγαπούσες πολύ μπαρμπά Λουκή; Και η Κοραλία ποια ήταν; Κι άλλη αγαπημένη
είχες;
Δεν απάντησε κι άλλαξε κουβέντα.
-Έμαθα πως είσαι λέει …παραμυθατζού, θέλεις να γράψεις
ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι να γράψεις.
- Ξέρεις πολλά για μένα. Εσύ θα μου πεις για σένα;
- Άμα θέλεις … εδώ θα είμαι , φέρνε το καλάμι σου και
θα τα λέμε.
Έτσι άρχισε η φιλία της με τον γερό Λουκή. Κάθονταν στα βραχάκια και ψάρευαν ώρες
ατέλειωτες.
Την συγκλόνισε η ιστορία του, έκλαψε πολλές φορές κρυφά
μόνη της για τα βάσανά του. Έμαθε ποια ήταν η Κοραλία … έμαθε ποια ήταν και η Μαρίνα και γιατί της έμοιαζε
τόσο.
- Είχα μια θεία που δεν την γνώρισα ποτέ. Αδελφή του
πατέρα μου ήταν. Πέθανε πριν γεννηθώ εγώ.
Κάηκε σε μια πυρκαγιά στην μακρινή Αυστραλία.
Σήκωσε το πουκάμισό του και της έδειξε τα σημάδια από φωτιά.
- Σε εκείνη την πυρκαγιά κάηκα κι εγώ … δεν μπόρεσα να
την σώσω.
- Τι απίστευτο, τι τρομερό … ήσουν εσύ μαζί της; Τις τελευταίες της στιγμές; Σε ευχαριστώ για ότι έκανες Λουκή … σε
ευχαριστώ γιατί έμαθα πως δεν ήταν έρημη
και μονάχη … είχε άνθρωπο που την αγαπούσε κοντά της.
Ο χειμώνας τελείωνε και η Άννα δεν είχε βαρεθεί. Ούτε την άνοιξη έφυγε. Έγραφε, έσβηνε και πάλι τα ίδια. Η συγκλονιστική έμπνευση δεν ερχόταν.
Παρέα με τον γερό Λουκή, δεν τον αποχωριζόταν, αφού οι άλλοι οι πιο παλιοί της γνώριμοι της
άρχισαν τα παράπονα.
- Κυρά δασκαλίτσα, πολλές αγάπες με μουρλό Λουκή έχεις,
εμάς δεν μας καταδέχεσαι ……..
Καθόταν τότε και έπαιζε τάβλι μαζί τους, έπινε ρακές και τους έλεγε ανέκδοτα και
παραμύθια, για να μη παραπονιόνται.
Στις αρχές του καλοκαιριού, πλάκωσαν
οι πρώτοι παραθεριστές, κι αποφάσισε να φύγει. Η ομορφιά και η ησυχία αυτού του τόπου θα χάλαγε.
Ευκαιρία να πάει να δει το σόι της … μήπως και
την αποθύμησαν. Μπα ούτε που θα πήραν χαμπάρι ότι λείπω
!!!
-Μπαρμπά Λουκή
θα φύγω τώρα, όμως τον Σεπτέμβρη που θα φύγουν οι εισβολείς θα ξανάρθω.
- Μη μου δίνεις υποσχέσεις που δεν θα τηρήσεις.
- Στο ορκίζομαι … έχω να γράψω και ένα βιβλίο …
- Παραμυθατζού !!!
Έριξε δυο τρεις βαρκούλες στο νερό και έτσι ξαφνικά
της ήρθε το
χαρούμενο τραγουδάκι
κι άρχισε να του τραγουδάει την
μπαλάντα του Αντρίκου .
-Έτσι για να με θυμάσαι και να περιμένεις να γυρίσω .
Τα μεσημέρια τα ζεστά , την βάρκα παίρναμε του Αντρέα
Για να μας πάει στα ανοιχτά όλες μαζί τρελή παρέα
Η Κατερίνα και η Ζωή , το Αντιγονάκι και η Ζηνοβία
Ω τι χαρούμενη ζωή κτυπάς τρελή καρδιά με βία
Άλλαξε τα ονόματα …
Η Αννούλα και η Ζωή , το
Μαρινάκι και η Κοραλία
Τέλος
του καλοκαιριού. τα καράβια έφευγαν γεμάτα και γύριζαν άδεια στο νησί. Η Άννα όμως κράτησε την υπόσχεσή της και
ξανάρθε. Το δωμάτιο της Μορφούλας την
περίμενε.
Και ο γερό Λουκής την περίμενε … τον αναγνώρισε αμέσως
στην προβλήτα πριν ακόμη δέσει το καράβι .
-Έι μουρλό
Λουκή καλώς τα δέχτηκες !!!
Την
περασμένη χρονιά όσο η Άννα ξεχειμώνιαζε
στο νησί, είχαν συμβεί γεγονότα στον κόσμο. Γεγονότα και στον μικρόκοσμο του καθενός που
καθορίζουν την πορεία της ζωής τους.
Εκείνη την νύχτα στο νησί πέρα μακριά στο πέλαγος έμελε να παιχτεί μια τραγωδία.
Η Άννα είχε
ανήσυχο ύπνο, ξύπνησε τα μεσάνυχτα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα και ρούφηξε τον
θαλασσινό αέρα.
Την είχε επηρεάσει μια κουβέντα του Λουκή που ήταν
ταραγμένος και νευρικός . « Δόξα τω Θεώ
που ήρθες … σήμερα φοβόμουν πολύ μέχρι να δέσει το καράβι και να σε δω , έτρεμα
…»
«Τι έπαθες Λουκή;
Είδες κακό όνειρο;»
«Κάτι θα μου φέρει η θάλασσα απόψε … δεν ξέρω τι, μακάρι να είναι για καλό.»
Τώρα τι κάθομαι και σκέφτομαι; Τα λόγια
του γερό Λουκή;
Πήγε πάλι μέσα να κοιμηθεί. Μέσα στον ύπνο της άκουσε ένα εκκωφαντικό
θόρυβο, κάτι σαν έκρηξη. Ερχόταν από
μακριά, απ’ την θάλασσα. Μπα όνειρο θα
είναι !!!
Βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Κοίταξε κάτω στον ορμίσκο του
Λουκή, Τον είδε να με ένα αναμμένο πυρσό να κάνει σινιάλα.
Ντύθηκε και κατέβηκε σαν την τρελή κάτω. Γρατζούνιστηκε στα βραχάκια μέχρι να φτάσει
στην καλύβα του Λουκή.
-Τι έγινε Λουκή;
Άκουσες και συ ένα μπαμ;
- Ναι ένα σκάφος πρέπει να ανατινάχτηκε στα
ανοιχτά. Πάει το λιμενικό να δει τι
έγινε. Όμως κι εγώ τρέχω πάνω κάτω στην
παραλία. μήπως και βρεθεί άνθρωπος
που χρειάζεται βοήθεια.
Πήρε και η Άννα ένα πυρσό και έψαχνε μαζί του.
Σκοτεινή νύχτα
χωρίς φεγγάρι, που να ξεχωρίσεις άνθρωπο στην παραλία. Ο γερό Λουκής
την είδε πρώτος. Το πορτοκαλί σωσίβιο
φωσφόριζε μες το σκοτάδι.
- Εδώ, εδώ … Άννα, εδώ είναι μια κοπέλα λιπόθυμη.
Έτρεξε κοντά του και την γύρισε ανάσκελα.
-Ξέρω από πρώτες βοήθειες, θα της κάνω το φιλί της
ζωής.
Η Άννα προσπαθούσε πάλι και πάλι να την συνεφέρει.
- Έλα κοπέλα μου, έλα ανάπνευσε , γίνε καλά …
Με τα πολλά τα κατάφερε, η κοπέλα έβγαλε ένα
αναστεναγμό και συνήλθε βγάζοντας το
νερό απ’ το στόμα της.
-Είναι μακριά η καλύβα σου Λουκή, πήγαινε φέρε στεγνά
ρούχα και θα την προσέχω εγώ.
- Ποια είναι αυτή η γοργόνα; Πανέμορφη είναι! Δεν σου είπα εγώ ότι κάτι θα μου έφερνε η
θάλασσα απόψε.
Η κοπέλα ήταν πράγματι καλλονή. Παρ’ όλο που τα ξανθά μακριά μαλλιά της ήταν
βρεμένα και μπερδεμένα και ή όψη της
ήταν χλωμή και τρομαγμένη, φαινόταν ολοκάθαρα πόσο
όμορφη ήταν.
Όταν μπόρεσε να μιλήσει, έτρεμε απ’ το σοκ και δεν ξεκαθάριζαν οι
κουβέντες της, τα δόντια της κτυπούσαν απ’ το τρέμουλο.
-Σώστε και τον άνδρα μου, κάπου θα είναι κι αυτός, πηδήξαμε στην θάλασσα και κολυμπούσαμε μαζί
πλάι πλάι. Μετά χαθήκαμε. Ψάξτε τον …σας
παρακαλώ. Θα τρελαθώ αν πεθάνει.
- Ήταν κι ο άνδρας
της μαζί; Πως θα τον βρούμε τώρα;
Σε λίγο θα χαράξει, θα τον εντοπίσει το
λιμενικό;
-Πως σε λένε
κοπέλα μου; Ποια είσαι;
- Οι δικοί μου θα τρελαθούν απ’ την αγωνία τους, πώς να τους ειδοποιήσω;
- Όλα θα γίνουν μην ανησυχείς … μπορείς να περπατήσεις
μέχρι εκείνο το σπιτάκι; Έλα σήκω να σε πάμε,
εκεί θα ζεσταθείς.
Με πολύ προσπάθεια την πήγανε μέχρι το καλυβάκι του
γερό Λουκή. Το πρώτο φως της μέρας τρύπωσε απ’ τις γρίλιες. Η κοπέλα έτρεμε
ακόμη απ’ την ταραχή.
- Μη αφήσετε να με πάρουν πριν έρθουν οι δικοί μου. Μόνο
τους δικούς μου να ειδοποιήσετε, θα σας δώσω το τηλέφωνο του αδελφού μου, αυτός
ξέρει τι πρέπει να κάνει. Φοβάμαι πολύ. Αυτοί που θέλανε να μας σκοτώσουν μπορεί να το
ξαναπροσπαθήσουν.
- Ποιοι θέλανε να σας σκοτώσουν κορίτσι μου; Αυτό που
λες είναι πολύ σοβαρό, να ειδοποιήσουμε
τον αξιωματικό του λιμενικού.
- Όχι, όχι ακόμη. πρέπει να βρεθεί πρώτα ο άνδρας μου.
Μη μάθουν ότι γλυτώσαμε …
- Τι ακριβώς έγινε;
- Ο καπετάνιος, έβαλε μια βόμβα στο τιμόνι και το έσκασε
μ’ ένα φουσκωτό, νόμιζε πως εμείς κοιμόμαστε.
Από καθαρή τύχη ξύπνησα και τον
άκουσα να φεύγει. Ανεβήκαμε στο πιλοτήριο και τότε την είδαμε … είχε δυο λεπτά
να εκραγεί. Πάνω στη στιγμή, αρπάξαμε πανικόβλητοι δυο σωσίβια και πέσαμε στην θάλασσα. Χαθήκαμε μέσα στο νερό … και τώρα δεν ξέρω
που να βρίσκεται … αν πνίγηκε … τι θα κάνω εγώ …
Η κοπέλα έκλαιγε με λυγμούς. Τίποτα δεν την
παρηγορούσε.
- Αυτό που λες είναι πολύ σοβαρό … είναι εγκληματική
ενέργεια . Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί που θέλανε το κακό σας.
- Υποπτεύομαι
ποιος αλλά είναι αδιανόητο … δεν θέλω να
το πιστέψω.
Η Άννα είχε απομείνει αποσβολωμένη, την αγκάλιασε και
την έσφιγγε πάνω της για να πάψει να
τρέμει .
- Έλα μη φοβάσαι τώρα … εμείς θα σε βοηθήσουμε, θα
βρεθεί και ο άνδρας σου … όλα θα πάνε καλά.
Ο Λουκής της
πρόσφερε ένα ζεστό τσάι να συνέλθει και τότε πρόσεξε ένα χρυσό περίτεχνο
δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της
- Αυτό το δαχτυλίδι που φοράς, αν επιτρέπετε, ποιος σου το έδωσε;
- Έχει τα αρχικά
Μ. Κ. είναι οικογενειακό κειμήλιο
της γιαγιάς μου, εκείνη μου το
έδωσε. Γιατί ρωτάτε;
- Και πως λένε την γιαγιά σου κορίτσι μου;
- Μαργαρίτα Παρτισιάνου
το γένος Καντελάκη.
- Αποκλείεται !!!
Η Άννα κοίταξε ξαφνιασμένη τον Λουκή, τι έτρεχε με αυτό
το δαχτυλίδι που τον φρίκαρε;
Είδες πως έρχεται η ευλογημένη έμπνευση;
Στις υπόλοιπες σελίδες θα ξεδιπλωθούν οι
πιο απίθανες κωμικοτραγικές συμπτώσεις .
Αφηγήσεις
τεσσάρων γυναικών που κρατούν από ένα
κομματάκι του παζλ χωρίς
καν να το ξέρουν. Η κάθε μια με
την δική της ιστορία όταν ενώσουν τα κομμάτια,
θα φανερώσουν κρυμμένες αλήθειες και φανερά ψέματα, που θα αλλάξουν τη ροή της ζωής τους.
Όλα
τα γεγονότα έχουν σχέση μεταξύ τους, τόσο πολύ πια που θα νομίζεις πως είναι ένα παραμύθι απ’ αυτά που δεν είναι αληθινα.
Η Ναυσικά, η Μαρίνα, η Μαργαρίτα και η Αρτεμισία , θα
δώσουν φωνή στην Κοραλία της σιωπής .