Αρχειοθήκη ιστολογίου

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

ΜΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΑ ΣΤΟ ΓΙΑΚΑΔΑΚΙ ΤΗΣ


Μια  πασχαλίτσα  στο γιακαδάκι της.


Μια  φορά κι ένα καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που έμενε με τους γονείς του  σε ένα μικρό διαμέρισμα σε μια τσιμεντένια και γκρίζα πόλη .  Όμως όταν ερχόταν η άνοιξη  η καλή της  η γιαγιά την έπαιρνε  για πολλές μέρες  στο  όμορφο σπιτάκι  της  στο χωριό.   Γύρω γύρω είχε μια μεγάλη  αυλή γεμάτη με άνθη, δένδρα και φυτά  κάθε είδους. Ένας πανέμορφος  κήπος με χρώματα και ευωδιές των λουλουδιών, με πουλάκια που τιτίβιζαν χαρούμενα στις φυλλωσιές  των δέντρων, πολύχρωμες πεταλούδες, ζουζουνάκα και μυρμηγκάκια που ανακάτευαν το χώμα και το έκαναν ωφέλιμο και καρπερό. Εκεί περνούσε  πολύ ωραία  η μικρή Αναστασία  ευτυχισμένη και χαρούμενη, όλοι την αγαπούσαν και ένιωθε αυτή την αγάπη ακόμα κι από τον πιο μικρό ζουζουνάκι του κήπου της.
 Κάθε  άνοιξη  μεγάλωνε όλο πιο πολύ και χαιρόταν να βλέπει  τα πρώτα φυλλαράκια και τα μπουμπουκάκια που άνθιζαν και ομόρφαιναν τον κήπο της γιαγιάς.  Κάθε πρωί  ξυπνούσε με το κοτσιφάκι έξω απ’ το παραθύρι της που είχε φτιάξει τη φωλιά του στη λεμονιά, ξυπνούσαν και τα σπουργίτια  στα κεραμίδια και άρχιζαν το πανηγύρι. Έπινε το γάλα της και  μια  μεγάλη φέτα ζυμωτό ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα που έφτιανχε  η γιαγιά από τα φρούτα της  και έβγαινε να παίξει στην αυλή. Παρατηρούσε τα μυρμηγκάκια που πήγαιναν σαν στρατιωτάκια  στη σειρά φορτωμένα σποράκια, τα σκαθάρια που τρύπωναν μέσα  στο φρέσκο χώμα, τις πεταλούδες που πετούσαν ελεύθερες  από λουλούδι σε λουλούδι και τις μελισούλες που ρουφούσαν το νέκταρ για να το κάνουν μέλι .Όλα  τα αγαπούσε Αναστασία γιατί  την είχε μάθει η γιαγιά της πως όλα τα πλάσματα  του Θεού για κάποιο λόγο  είναι χρήσιμα και ωφέλιμα.
 « Όλα  δοξάζουν το Θεό μικρή μου , όλα είναι στην φύση σοφά τακτοποιημένα.»
Ένα πρωί εκεί που έπαιζε στο κήπο, ήρθε και κάθησε στο άσπρο της γιακαδάκι μια πασχαλίτσα.  Ήταν τόσο όμορφη με τα κόκκινα φτερά της και τις μαύρες μικροσκοπικές βουλίτσες της.  Την έβαλε στην παλάμη της και την κοιτούσε εκστατική. 
« Είναι μια πασχαλίτσα, είσαι πολύ τυχερή που κάθησε επάνω σου, κάνε μια ευχή και άστην να φύγει .»
Η μικρούλα  δεν ήξερε τι ευχή να κάνει, όσο είχε την γιαγιά της και τον υπέροχο κήπο της , τα είχε όλα δεν της έλειπε  τίποτα.  Άνοιξε το χεράκι της και είπε. 
« Πέτα πέτα όμορφή μου Πασχαλίτσα και κάθε  άνοιξη να έρχεσαι να με χαιρετάς.» 
«Οι πασχαλίτσες  είναι ευλογημένες και κάθε κήπος τις χρειάζεται γιατί  τρώνε τα παράσιτα που καταστρέφουν τα τρυφερά βλαστάρια , όπως είναι η μελίγκρα.»
«Και αφού η μελίγκρα  είναι κακιά σε τι χρειάζεται;»
«Μα για να έχουν τροφή και οι πασχαλίτσες , αλλιώς τι θα έτρωγαν;»  
Όλα τα ήξερε η γιαγιά της, όλα της τα εξηγούσε με όμορφες ιστορίες που έκαναν την μικρούλα να ονειρεύεται  και να ταξιδεύει με τη φαντασία της  σε μέρη παραμυθένια  και μαγικά .   
Ήρθε  όμως και μια άνοιξη που δεν ήταν όπως οι άλλες. Μελαγχολική και σκυθρωπή!  Τα λουλούδια δεν άνθιζαν και τα  βλαστάρια μαραίνονταν πριν βγάλουν τα φυλλαράκια τους . Ο κήπος  της γιαγιάς δεν ήταν πια όμορφος. Kάτι κακό σαν επιδημία είχε πέσει πάνω στα φυτά που ρουφούσε τους χυμούς  τους και τα ξέραινε. Και οι άλλοι  κήποι όμως  στην γειτονιά ήσαν έτσι, οι γειτόνισσες  της γιαγιάς είχαν το ίδιο πρόβλημα. Μεγάλη στενοχώρια για τα όμορφα  φυτά τους που με τόση αγάπη φρόντιζαν, να τα βλέπουν τώρα μαραμένα και ξερά.  « Δεν ήρθαν οι πασχαλίτσες φέτος, δεν είδα  ούτε μία γι αυτό τα παράσιτα τρώνε τους βλαστούς.»  Ναι  αλήθεια η μικρούλα  το κατάλαβε  γιατί η δική της πασχαλίτσα  δεν ήρθε εκείνη την άνοιξη.  « Που να είναι η πασχαλίτσα μου ;  Γιατί με ξέχασε;»  αναρωτιόταν  λυπημένη. Κάθησε το δειλινό στη κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς  έξω στη βεράντα και κοιτούσε με θλίψη το μαραμένο κήπο.  Τα ματάκια της γέμισαν δάκρυα αλλά τα έκλεισε κι έμειναν μέσα  στα βλέφαρά της κλειδωμένα .
Τότε άκουσε  λεπτές τραγουδιστές φωνούλες που τις  ψιθύρισαν στο αυτί. 
« Εμείς  ξέρουμε που είναι οι Πασχαλίτσες
Φυλακισμένες  βρίσκονται στο κάστρο της κακής
Των ξωτικών βασίλισσα της άπονης …Ρεκμπή
 τις  έχεις  σκλάβες  να  δουλεύουν κήπο στο δικό της
 και χαίρεται που σ΄όλη τη γη μαράθηκαν
 τα φύλλα, τα άνθη και οι καρποί. 
Αράχνες έστειλε κακές με τα γαμψά τους νύχια
μια μια  τις αιχμαλώτιζαν  στα  φοβερά  τους δίχτυα.»

Μικρές  χαριτωμένες νεραιδούλες με πολύχρωμα φτερά είχαν έρθει και της μιλούσαν όλες μαζί  σαν χορωδία μ’  ένα δικό τους  μαγικό  τραγούδι.
«Είμαστε  πλάσματα  αγνά της φύσης
 κρυβόμαστε  στο μενεξέδες  ,
στα ζουμπούλια, στους πανσέδες ,
η όψη μας  παίρνει των λουδουδιών το χρώμα
 και δεν μπορεί κανένας να μας δει
 παρά μόνο ένα αγνό και άκακο  παιδί.»  

Και  πως μπορούμε να ελευθερώσουμε  τις πασχαλίτσες ; που τις κρατά αιχμάλωτες  η ξωτικιά Ρεκμπή; 

«Μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις μικρή
Αλλά θέλει  θάρρος και ψυχή.» 

«Έλα  αν θες ανέβα σ΄ αυτό  το μεταξωτό πέπλο που ύφαναν μεταξοσκώληκες που τους έθρεφαν  τα φύλλα της μουριάς και εμείς  θα σε σηκώσουμε μαζί μας να πετάξεις  και θα σε πάμε  εκεί στο μακρινό το κάστρο  της κακιάς της  ξωτικιάς.»

Χωρίς δεύτερη  σκέψη το κοριτσάκι ανέβηκε  στο μεταξωτό πέπλο και οι νεραιδούλες  το σήκωσαν και πέταξε μαζί τους.
Πέρασαν κάμπους και ποτάμια , βουνά και θάλασσες και έφτασαν  σ΄ένα   κάστρο με ψηλούς πέτρινους τοίχους που κανείς δεν μπορούσε να δει το κήπο της βασίλισσας των ξωτικών .  Το κοριτσάκι γατζωμένο καλά  πάνω στο μεταξωτό πέπλο είδε  από ψηλά  το κήπο που ήταν γεμάτος  όλων των ειδών τα λουλούδια. Και τότε  είδε  τις πασχαλίτσες που ήσαν φυλακισμένες και δούλευαν ασταμάτητα χωρίς ανάσα,  μα  δεν ήσαν ευτυχισμένες, γιατί
μπορεί να ήταν πανέμορφος  αλλά δεν έδινε  χαρά, ένα θλιμμένο αεράκι  φυσούσε που έφερνε  λύπη  στη καρδιά.  Αν δεν μπορεί κανείς να χαρεί  αυτόν τον όμορφο κήπο τι νόημα έχει να υπάρχει;
Η βασίλισσα Ρεκμπή ήθελε μόνο αυτή να έχει την εξουσία  στα φυτά και στα λουλούδια και ο υπόλοιπος κόσμος να στερηθεί αυτή την ομορφιά.     

«Πως  θα τις ελευθερώσουμε;»
«Είναι πολύ δύσκολο, η ξωτικιά δεν κοιμάται  ποτέ και κρατάει το χρυσό κλειδί στης καστρόπορτας μέσα στη τσέπη της. Μόνο αν φέρουμε νερό από την πέτρινη πηγή των δακρύων και στάξουμε δυο τρεις σταγόνες  στο στόμα της θα πέσει σε βαθύ ύπνο και θα της πάρουμε το κλειδί .
Πάμε  λοιπόν στην πέτρινη πηγή των δακρύων, γρήγορα πριν ξημερώσει, κρατήσου καλά μικρούλα μου.»
Πέταξαν πάλι μακριά και μπηκαν  σ’ ένα δάσος πυκνό και σκοτεινό . Εκεί σ΄ ένα βράχο ήταν χαραγμένο το κεφάλι μιας γυναίκας που από το στόμα της έτρεχε σταγόνα σταγόνα το νερό .  Τα πέτρινα μάτια της ήταν βλοσυρά και θυμωμένα . «Τι ζητάτε  εσείς  εδώ;» μίλησε με βραχνή φωνή .
«Λίγες σταγόνες  από το νερό σου καλή μου πηγή.»
«Σε κανένα δεν δίνω …αυτό δεν είναι νερό αλλά δάκρυα που μάζευα  αιώνες και αιώνες από τους δυστυχισμένους  και τους πληγωμένους από δίκαιους και άδικους, από καλούς και από κακούς . Όλοι ήσαν αχάριστοι και μόνο για τον εαυτό τους έκλαιγαν, μόνο για την δική τους ευτυχία με παρακαλούσαν. Και  συ ;  Τι ζητάς  μικρό κορίτσι  εδώ ;
Τι σε βασανίζει κι ήρθες να μου κλαφτείς και συ;»
Τότε  τα  κλειδωμένα  στα βλέφαρά της  δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα ματάκια της . Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο για να ελευθερώσει  τις πασχαλίτσες .
Το ύφος  της πέτρινης πηγής μαλάκωσε και γλύκανε.
«Πρώτη φορά κάποιος κλαίει για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του.  Πρώτη φορά ένα αγνό και αθώο παιδί με θρέφει με τα δάκρυά του . Πάρε  μικρή μου πάρε   όσο νερό θες, σου  αξίζει.»   
 Το κοριτσάκι πήρε ένα πλατανόφυλλο και έσταξε πάνω δυο τρεις σταγόνες, αυτό θα ήταν αρκετό για να αποκοιμηθεί η κακιά ξωτικιά.    
«Πάμε  γρήγορα  σε λίγο ξημερώνει.» Φώναξε  μια νεραιδούλα.
Πέταξαν  πάλι  βιαστικά για το κάστρο της Ρεκμπή.  Οι νεραιδούλες ακούραστες  της κρατούσαν το μεταξωτό πέπλο κι έφερναν βόλτες  γύρω γύρω πάνω από το μαγεμένο κήπο.
Η κακιά Ρεκμπή τις είδε και άρχισε να τις μαλώνει και να τις διώχνει με άγρια φωνή . Φύγετε  αμέσως από το κήπο μου, φώναζε  χειρονομώντας οργισμένη. Καθώς είχε σηκώσει το κεφάλι και τις κοιτούσε , είχε  ανοιχτό το στόμα της από τα ουρλιαχτά  της .
 «Τώρα  τώρα ρίξε τις σταγόνες στο στόμα της, πρόσεξε  μην αστοχήσεις.»  είπε μια νεραιδούλα στο κοριτσάκι .    
Η μικρή με σταθερό χέρι και αποφασιστικά καθώς πλησίασαν πολύ κοντά της , άδειασε το πλατανόφυλλο στο άσχημο ανοιχτό στόμα της ξωτικιάς . Τότε  η Ρεκμπή έβγαλε  μια φοβερή κραυγή , έπιασε το λαιμό της με τα χέρια της σαν να την έπνιγε κάτι και σωριάστηκε στο χώμα λιπόθυμη . 

«Ζήτω  ζήτω τα κατάφερες  μικρούλα μου.» ξεφώνισαν όλες μαζί οι νεραιδούλες . 
«Μαζί τα καταφέραμε , είπε η Αναστασία , χωρίς εσάς  δεν θα μπορούσα. Πάμε  τώρα να ελευθερώσουμε τις πασχαλίτσες.»  
Το κορίτσι  στάθηκε  στη μέση του κήπου και με τα χεράκια υψωμένα ξεσήκωνε  τις σκλαβωμένες πασχαλίτσες να  φύγουν .  Ένα σμήνος   κατακόκκινο λαμπερό  πέταξε ελεύθερο  στον αέρα και ξεχύθηκε σ ΄όλους τους μαραμένους κήπους  της πλάσης .  

«Έλα γρήγορα πρέπει να γυρίσουμε πίσω, πριν ξημερώσει.» Το κοριτσάκι ανέβηκε πάλι στο ιπτάμενο πέπλο χαρούμενο και γεμάτο το μυαλό της απ’ όσα θαυμαστά είχε ζήσει  αυτή τη νύχτα . Τότε είδε την πασχαλίτσα που είχε κάτσει στο γιακαδάκι της ,  ήταν η δική της πασχαλίτσα.
 «Πάρε με μαζί σου για να έρθω πιο γρήγορα στο κήπο της γιαγιάς σου, κι αύριο θα δεις , θα είναι και πάλι πολύχρωμος και ανθισμένος.»


-Σήκω καρδούλα μου, ξύπνα μικρή μου ξημέρωσε, σήκω υπναρού μου.  Η τρυφερή φωνή της γιαγιάς ακούγετε στα αυτάκια της . 
-Μα γιαγιά δεν κοιμήθηκα καθόλου , τώρα μόλις με πήρε ο ύπνος,  μουρμούρισε  αγουροξυπνημένη.
-Μα τι λες από χθες νωρίς σε πήρε ο ύπνος  στη πολυθρόνα της βεράντας και σε πήγα αγκαλιά στο κρεβατάκι .Πόσο βαθιά κοιμήθηκες ;  Θα έβλεπες  όνειρο  νομίζω!
-Χμμμμ έκανε η μικρούλα ναζιάρικα και τεντώθηκε .  Που να σου λέω που είχα πάει όλο το βράδυ, δεν θα με πιστέψεις γιαγιά.
-Εντάξει  θα μου τα πεις όλα σε λίγο , σήκω τώρα να δεις τι πανέμορφη μέρα ξημέρωσε σήμερα στην γιορτή σου .
Η Αναστασία βγήκε στο κήπο και ξετρελάθηκε  από τη χαρά της .  Τα τριαντάφυλλα γεμάτα μπουμπούκια, οι μαργαρίτες και οι μενεξέδες, η πασχαλιά ευωδίαζε , η ροδιά  στην άκρη της αυλής έγερνε  από τα πολλά  της άνθη.  Όλα ήταν λαμπρά και ανθισμένα και οι αχτίδες του ήλιου έπαιζαν μέσα στις φυλλωσιές .  Μια  πασχαλίτσα  ήρθε και έκατσε στο λευκό της γιακαδάκι . Την έβαλε με αγάπη στην παλάμη της και έκανε μια ευχή !!
«Πέτα πέτα  φιλενάδα μου και κάθε άνοιξη να έρχεσαι και να με χαιρετάς.» 


Αφιερωμένο στην Αναστασία την βαφτιστήρα μου !!



Ζηνοβία Μαρνέζη 3-5-2013

13 σχόλια:

  1. Ενα πασχαλινό παραμυθάκι για την μικρή μου Αναστασία και για όλα τα παιδάκια που αγαπούν τη φύση και τα πλάσματά της!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. όμορφο..και αισιόδοξο!! να σου ζήσει η μικρούλα Αναστασια, τυχερή που έχει τέτοια νονά!!!....
    ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαριστώ πολύ Λαμπρινή , ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και σε σένα που γιορτάζεις , ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Χαρά Σαμπανίδου3 Μαΐου 2013 στις 9:28 μ.μ.

    Όμορφο, τρυφερό, ανοιξιάτικο και Πασχαλινό!!! Πολύ ωραίο Ζήνα μου το παραμύθι σου! Να την χαίρεστε την Αναστασία σας, πάντα χαρές στη ζωή της!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χαρά μου σου πως την ιδεα για τις πασχαλίτσες μου την έδωσες εσυ; Με τις ζωγραφισμένες πετρούλες σου που μου χάρισες στην πρώτη μας συνάντηση .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Κατιάννα μου ετοιμάζω εγω παραμυθια μπόλικα , να έχω να λεω ......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αληθώς Ανέστη Μαγε αδελφε μου !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Σαμπανίδου Χαρά12 Μαΐου 2013 στις 8:00 π.μ.

    Ζήνα μου πολύ χαίρομαι που οι Πασχαλίτσες που σου χάρησα τότε, σου έφεραν την έμπνευση να γράψεις αυτό το τρυφερό διήγημα για την αγαπημένη Αναστασία.... Αφού είναι έτσι, θα σου ζωγραφίσω κι άλλα, με τα χεράκια μου, να γεννήσουν ιδέες!!! <3
    Χρόνια πολλά για την ημέρα της μητέρας!!! <3

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. poly omorfo to paramythi...gia th mikrh pasxalitsa.....th vaftisthra!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή