Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΜΟΥ

Να θυμηθώ… να μη ξεχάσω
Οι φόβοι μου  είναι ακριβώς  αυτό που βγάζω πάνω σ΄ένα  λευκό  χαρτί  και το γεμίζω με σκέψεις και στιγμές από άλλους καιρούς  ευτυχισμένους ή λιγότερο  ευτυχισμένους. Όσο  μπορώ να θυμάμαι και να τα ξαναζώ μέσα από ιστορίες μικρές  κι ασήμαντες στιγμούλες και με τη φαντασία  μου να φτιάχνω μια μυθοπλασία… που κανείς  δεν ξέρει πόση  δόση  αλήθειας  έχουν.
 Έτσι  ήμουν από παιδί, έφτιαχνα  κόσμους μυθικούς και χανόμουν μέσα τους. Θυμάμαι  πως ξαφνικά  τεσσάρων  ετών, έπαψα να είμαι το μωρό το χαΐδεμένο και έγινα η Μεγάλη . Ένα νέο μωρό είχε έρθει στην οικογένεια και ήθελε φροντίδα και κανάκεμα κι εγώ έπαψα να είμαι παιδί, αλλά η μεγάλη αδελφή που έπρεπε  να φροντίζω  τον αδελφούλη μου.
« Εσύ είσαι μεγάλη να προσέχεις τον αδελφό σου που είναι  μωρό»  έτσι μου έλεγαν ,  ξεχνώντας πως κι εγώ ήμουν μικρό παιδί μόλις τεσσάρων ετών. Όλες  οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις  έπεσαν επάνω μου, εμένα μάλωναν, εγώ έφταιγα για όλα,  εγώ τις έτρωγα …γιατί ήμουν η μεγάλη . Κι εγώ με τη σειρά μου καταπίεζα  και  πλάκωνα στο ξύλο τον καημένο το αδελφούλη μου αλλά θυμάμαι τα βράδια που μέναμε μόνα μας στο σπίτι πόσους τρόπους και πόσα παιχνίδια σκάρωνα με το μυαλό μου για να τον προσέχω, έφτιαχνα ιστορίες  από το τίποτα, έπαιζα σινεμά με χαρτάκια από φωτογραφίες ηθοποιών (  απ’ αυτά που αγοράζαμε στα φακελάκια με τις τύχες , αν τα θυμάστε , που είχαν μέσα  φωτο από ηθοποιούς ή ποδοσφαιριστές  κτλ)  Έτσι  του αποσπούσα την προσοχή για να μη κλαίει και μετά  αποκαμωμένα και τα δυο μας καθόμασταν αγκαλίτσα με τις πλάτες κολλημένες στο τοίχο από φόβο,  μας τρόμαζαν οι σκιές και οι θόρυβοι της νύχτας,   τον έσφιγγα δυνατά πάνω μου και φωνάζαμε κλαίγοντας  τα δυο μας… μαμάααααα    μαμαάαααα.   Και την άλλη μέρα πάλι πλακωνόμαστε  στο ξύλο έτσι για ψύλλου πήδημα.  Οι γειτόνισσες τα προλάβαιναν όλα στη μάνα μας.
 « Εκείνη η μεγάλη δεν το μαζεύει το παιδί.»
«Ρεζιλεμένα  …πάλι ρεζίλι με κάνατε, εσύ φταις η μεγάλη, δεν το προσέχεις  το παιδί.»
 Όμως θυμάμαι πως όσο κι αν τσακωνόμουν με το αδελφάκι μου , εγώ τον προστάτευα και τον υπερασπιζόμουν στις αλάνες που παίζαμε με τα άλλα παιδιά. Δεν άφηνα κανένα να τον πειράξει όχι  από υποχρέωση  αλλά από αγάπη.   Χάρη σε μένα άνοιξαν οι ορίζοντες  του μυαλού του κι έμαθε γρήγορα και εύκολα αυτά που εγώ μάθαινα μόνη μου δύσκολα και μέσα από παθήματα. Γιατί δεν είχα κάποιον να με υποστηρίξει. Έτσι έγινα δυνατή και θαρραλέα  και τα έβγαζα πέρα μόνη μου.  Είχα μάθει να παλεύω για το δίκιο μου, να τσακώνομαι στις αλάνες με τους ζαβολιάρηδες και με τα μαμόπαιδα που βγαίναν οι μαμάδες  τους στο δρόμο και φώναζαν.
«Αμα  ξαναπειράξεις  το παιδί μου θα σου σπάσω τα χέρια παλιόπαιδο.»   Σιγά σε φοβηθήκαμε  κυρά μου ….εμένα δεν βγήκε ποτέ η μαμά μου να με υπερασπιστεί , κι αν με έβλεπε να κλαίω με μάλωνε κιόλας. Ήμουν αγρίμι και αγοροκόριτσο, δεν φοβόμουν τίποτα.
 Όμως  καμιά φορά με έπαιρνε το παράπονο και
σκεφτόμουν ….αχ μακάρι να είχα ένα μεγαλύτερο αδελφό.   
 Ένα αδελφό που θα με προστάτευε  και θα μάλωνε τα παιδιά που με πείραζαν.  Θα με πήγαινε  στα πάρτυ, θα με έπαιρνε με το μηχανάκι του μπαμπά  μας  βόλτα  στη παραλία και θα μετράγαμε τις δραχμούλες μας να πάρουμε μια μερίδα τηγανητές πατάτες ή παγωτό. Θα κυνήγαγε τους ασχημούληδες που είχαν και μούτρα να με φλερτάρουν. Μπορεί και να τσακωνόμασταν, να τον είχα μπάστακα να παρακολουθεί όλες τις κινήσεις μου, μπορεί να μην είχα την ελευθερία να διαλέγω μόνη τις παρέες μου. Όπως κι αν ήταν …τον χρειαζόμουν, τον είχα ανάγκη. Τον έφτιαξα κι εγώ με τη φαντασία μου έτσι όπως τον ήθελα.
     Τα ανοιξιάτικα δειλινά ανέβαινα στη ταράτσα του σπιτιού με το τρανζιστοράκι μου και άφηνα το μυαλό μου να τρέξει.  Κι αυτός  ερχόταν και καθόταν δίπλα μου να μου κρατήσει συντροφιά. Κοιτάζαμε  τα αστέρια και του έλεγα τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου, τα βασανάκια μου .
 «Βλέπεις  αυτό το αστέρι;  Εκεί θα ψάχνεις να με βρεις κι εγώ θα έρχομαι,  όταν θα με φωνάζεις, πάντα θα είμαι εδώ. »
Κι ήρθε κάποτε η φορά που τα μπέρδεψα τα αστέρια, ήσαν τόσα πολλά στον ουρανό που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω  το αστέρι  του. Έπαψα να τον αναζητώ κι έτσι  έφυγε και χάθηκε απ’ τη σκέψη μου.   Είχα μεγαλώσει και δεν ζούσα πια με παραμύθια… απλώς  τώρα τα γράφω, τα γράφω από φόβο….
Φοβάμαι την μέρα που ένα λευκό σεντόνι θα καλύψει τις σελίδες του μυαλού μου και θα τα σβήσει όλα,  μνήμες, πρόσωπα, γεγονότα και τους αγαπημένους μου  ανθρώπους.
Θέλω να τους πω …μη μου θυμώσετε  όταν σας ξεχάσω. Μη μου θυμώσετε  ούτε να αγαναχτήσετε μαζί μου. Θα σας παιδέψω …αλλά κι εγώ θα παιδευτώ πιο πολύ γιατί θα είμαι μια άγνωστη μέσα μου, θα έχω χάσει την δύναμή μου και την αυτάρκειά μου. Να με βάλετε σε μια βαρκούλα  θέλω …να φύγω  θέλω,  να ταξιδέψω σε θάλασσες μακρινές , να δω  τους ωκεανούς και να θαυμάσω  με το μακάριο χαμόγελο  ενός νεογέννητου  παιδιού τον κόσμο….μέχρι να γίνω ένα θαλασσοπούλι και πετάξω ψηλά στον ουρανό………………..

Ζηνοβία Μαρνέζη 11-5-2013


6 σχόλια: