Αρχειοθήκη ιστολογίου

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ

ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ

Αντίο Λιλιπούπολη … αντίο… αντίο


Εκείνη την μαύρη εποχή της ζωής μου, ούτε καν θέλω να την σκέπτομαι.
Μόνο θολές και μουντές εικόνες έχω στο μυαλό μου.  Συνέχεια χαπακωμένη με ηρεμιστικά.  Βρισκόμουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Δεν είχα πλέον σωστή σκέψη και κρίση, περιφερόμουν σαν ζόμπι, σαν άψυχο πλάσμα, κλεισμένο στο κατώι του πατρικού μου.
 Δεν ήθελα να βγαίνω έξω, ούτε να δω τον ήλιο. Με τρόμαζαν όλα, άκουγα βήματα και ομιλίες και ταραζόμουν. Όλους τους θεωρούσα εχθρούς μου και η μοναδική παρηγοριά μου και χαρά ήσουν εσύ. Αλλά πως μπορεί να μεγαλώσει ένα παιδάκι με μια τέτοια μάνα;  Όλοι συμφωνούσαν ότι έπρεπε να φύγεις,  ακόμη και η αδελφή μου, με πόνο ψυχής έβλεπε την κατάντια μου και με λυπόταν, αλλά σκεφτόταν ότι εσύ δεν έφταιγες σε τίποτα να υποφέρεις κοντά σε μια μάνα που έπασχε από κατάθλιψη βαριάς μορφής.
Τα χαρτιά σου όλα ήταν έτοιμα, οι υπογραφές είχαν πέσει.΄
 Η δική μου δεν χρειάστηκε καν, γιατί ήμουν ανίκανη ακόμα και γι αυτήν.
Την ημέρα που έφυγες την θυμάμαι όμως πεντακάθαρα μεσ’ το μυαλό μου. Με είχε πλύνει αδελφή μου,  με είχε κτενίσει και  μου είχε φορέσει ένα καθαρό φόρεμα που έπλεε επάνω μου σαν αντίσκηνο. Έτσι ήταν … δεν μπορούσα ούτε τις δικές  μου βασικές λειτουργίες να εκτελέσω.
 Η  όψη μου χλωμή και κομμένη, θύμιζε ένα ζωντανό πτώμα, είχα αδυνατίσει τόσο απελπιστικά που ξεχώριζαν τα κόκαλά μου. Οι δικοί μου πίστευαν πια πως θα πεθάνω, τόσο απελπισμένοι ήσαν.
Σε κρατούσα λοιπόν εκείνη την ημέρα, σφικτά στην αγκαλιά μου και δεν σ΄ άφηνα.  Εσύ μου τραγουδούσες για να με κάνεις να γελάσω . Ήξερες όλα τα τραγουδάκια της Λιλιπούπολης, που τα ακούγαμε μαζί στο ράδιο.

Έξω το αμάξι του Άντονυ ήταν έτοιμο. Τα λιγοστά πραγματάκια σου πακεταρισμένα, θα σου αγόραζαν καινούργια στην Αμερική. Δεν ήθελαν τα ρουχαλάκια που σου είχα αγοράσει εγώ και τα ζακετάκια που με τόση αγάπη σου είχα πλέξει …
«Έλα Δώρα , περνάει η ώρα… άσε το παιδί.» μου ψιθύρισε με πόνο η μάνα μου.
Ήσαν όλοι κοντά μου να μου συμπαρασταθούν.
«Έλα Πετράκη μου, πάμε εμείς μια μεγάλη βόλτα με την κούρσα του θείου Άντονυ.»
«Θα έρθει κι η μαμούλα μαζί;»
«Όχι αγάπη μου, η μανούλα είναι άρρωστη. Έλα φίλησέ την  και πάμε βόλτα εμείς.»
«Θα ξαναγυρίσουμε;»
Ποιος μπορούσε να απαντήσει σ’ αυτή την αθώα παιδική ερώτηση ! Όλοι έσκυψαν το κεφάλι και δεν μίλησε κανείς.
Η Έβελιν σε τράβηξε από την αγκαλιά μου, σε φίλησε και σου μιλούσε δίνοντάς σου χιλιάδες υποσχέσεις για το πόσο ωραία θα περάσετε σ’ αυτή την μεγάλη βόλτα.
Εσύ είχες καταλάβει ότι κάτι άλλο συνέβαινε και ένοιωθες εκνευρισμό και ανησυχία, παρ’ όλα αυτά ήσουν ανίσχυρος να αντισταθείς στο μέλλον που σου ετοίμαζαν.
Απόμεινα μόνη … με την αγκαλιά άδεια…
Όλοι είχαν βγει έξω να σ’ αποχαιρετήσουν. Εγώ σαν να συνήλθα σκέφτηκα κάτι, έψαχνα να βρω μια κασετούλα με τα τραγούδια που σου άρεσαν να στην δώσω. Έψαχνα σαν τρελή, δεν υπήρχε πουθενά. Τότε το βλέμμα μου έπεσε στην κουβερτούλα σου που την ήθελες πάντα για μαζί σου για να κοιμάσαι. Την άρπαξα και βγήκα έξω να σε προλάβω.
Η τελευταία εικόνα μου από σένα, ήταν το προσωπάκι σου κολλημένο στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, έκλαιγες και φώναζες «μαμάααα»   Και εγώ έτρεχα από πίσω φωνάζοντας   «ξέχασες την κουβερτούλα σου, ξέχασες την κουβερτούλα σου.»
Το αμάξι χάθηκε στην στροφή και εγώ κρατούσα την κουβερτούλα σου πάνω στην παγωμένη μου καρδιά  για να την ζεστάνει. Τα μάτια μου ήταν στεγνά, δεν είχαν άλλα δάκρυα. Όλα είχαν τελειώσει !
Η μάνα μου και η αδελφή μου  με αγκάλιασαν προστατευτικά και με πήραν πίσω.
Ο πατέρας μου είχε κρυφτεί, δεν ήθελε να είναι μπροστά στον αποχωρισμό. Δεν το άντεχε. Είδες που και οι άνδρες λυγίζουν καμιά φορά … μετά από χρόνια μου ομολόγησε ότι τέτοιο πόνο δεν είχε νοιώσει ούτε με τον θάνατο της Ελένης μας.
   Εκεί λίγο πριν διασχίσουμε στην  αυλόπορτα και κλειστώ και πάλι στο κελί μου, καθώς με είχαν στην μέση αγκαλιά η μάνα και η αδελφή μου, είδα τον κυρ Θωμά, τον καημένο  τον πεθερό μου που ερχόταν τρέχοντας, λαχανιασμένος και ταραγμένος να σε προλάβει.
«Έφυγε το παιδί; Δεν το πρόλαβα;» έπεσε στα γόνατα και σπάραζε μπροστά μου και εγώ τον κοιτούσα σαν χαζή και δεν τον αναγνώριζα.
«Έλα κυρ Θωμά, έλα μέσα , μη σε βλέπει ο κόσμος εδώ έξω.»
  του είπε η μάνα μου.
Καθήσαμε όλοι μαζί στην κάτω κουζίνα αμίλητοι και λυπημένοι.  Κανείς δεν έβρισκε λόγια να πει. Η μάνα μου έσπασε την σιωπή με τσακισμένη φωνή.
« Δεν γινόταν αλλιώς κυρ Θωμά. Σε νοιώθω, τον ίδιο πόνο έχουμε. Σκέψου μόνο ότι το παιδί θα είναι ευτυχισμένο εκεί που πάει.»
Τι να έλεγε κι αυτός ο φουκαράς, τι να μπορούσε να πει ;

Εγώ χαμένη και το μυαλό άδειο το μόνο που σκέφτηκα ήταν

«Έψαχνα να βρω την κασετούλα του με τα τραγούδια της Λιλιπούπολης. Θα τα ήθελε μαζί του… τώρα τι θα ακούει το μωρό μου εκεί που πάει;»
«Μην στενοχωριέσαι κορίτσι μου, την έβαλα εγώ στα πράγματά του, θα την βρει μην ανησυχείς.»
«Θα την ακούει όμως; Αν δεν την ακούει θα με ξεχάσει… αλλά καλύτερα να  μη την ακούει. Καλύτερα να με ξεχάσει ε;»
Ρωτούσα με το χαζό κι απορημένο ύφος ενός καθυστερημένου  παιδιού.   Δεν πήρα καμία απάντηση, το μόνο που άκουγα ήταν το αναφυλητό τους.
Έτσι είναι ο άνθρωπος… για να σωθεί από την τρέλλα ενεργοποιεί κάθε τι που μπορεί να του απαλύνει τον πόνο. Σκέφτεται τα πιο άσχετα πράγματα κι εγώ σκεφτόμουν αν θα ακούς την κασετούλα σου ή αν θα χρειαστείς την κουβερτούλα σου… τέτοια ανώδυνα και ασήμαντα.
Κι η μάνα μου το μόνο που σκέφτηκε εκείνη την ώρα ήταν να πάρει μέσα τον κυρ Θωμά που ήταν πάντα ανεπιθύμητος στο σπίτι μας, για να μην τον βλέπει η γειτονιά να σπαράζει στον δρόμο.
Έτσι είναι… ο πόνος ενώνει τους ανθρώπους.   
   Αν σε κρατούσα κοντά μου, δεν θα σου έλειπαν τα χρήματα και τα υλικά αγαθά. Ο πατέρας μου είχε πολλά και θα δεχόμουν ότι μου προσέφερε για να μη σε χάσω.  Είχε στο μυαλό του να μας αγοράσει ένα ωραίο διαμέρισμα στην Αθήνα και να ζήσουμε εκεί που δεν μας ήξερε κανένας και τίποτα δεν θα μπορούσε να σε πληγώσει. Αλλά φοβόταν  για την ψυχική μου υγεία και ήταν σίγουρος πως θα καταλήξω σε ψυχιατρείο… είχε πικρή πείρα κι απ’ την Ελενίτσα μας…
Ευχόταν να συνέλθω γρήγορα και να αναλάβω τις ευθύνες μου και τα καθήκοντά μου σαν μητέρα, αλλά  αυτό δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Κι εδώ στο χωριό αν σ΄ αναλάμβαναν οι γονείς μου που πολύ το ήθελαν θα είχες πάντα την ρετσινιά να σ’ ακολουθεί.
 Πάντα θα υπήρχε κάποιος που από σκληρότητα ή κακία ή βλακεία θα σε πλήγωνε.
Έτσι ορθολογικά σκεφτόταν ο πατέρας μου πνίγοντας κάθε συναίσθημα μέσα του.
 Για χρόνια τον θεωρούσε υπαίτιο και δεν τον συγχωρούσα, αργότερα με την ωριμότητα που φέρνει ο χρόνος τον κατάλαβα, μπήκα στην θέση του και ένιωσα και τον δικό του πόνο.  
Όταν έπαψα πια να αισθάνομαι ντροπή και να τον κοιτάω κατάματα, είδα πως ο πατέρας μου ήταν ο μόνος άνδρας που είχε την δύναμη να με πληγώσει, να με καταρρακώσει, αλλά και να με ανυψώσει και να με προστατέψει.
    Έφυγες λίγο πριν μπει η άνοιξη, λίγο πριν κλείσεις τα τρία σου χρόνια. Την ημέρα των γενεθλίων σου είχα μια αναλαμπή. Βγήκα έξω στον κήπο και κοίταξα τον ουρανό να δω το αεροπλάνο που θα σ’ έπαιρνε μακριά. Σήκωσα τα χέρια και σε χαιρετούσα να με δεις. Από τότε κάθε μέρα μόλις άκουγα αεροπλάνο πεταγόμουν έξω κι έκανα σινιάλα για σένα. Μετά μαζευόμουν στο καβούκι μου , έσφιγγα την κουβερτούλα σου και καθόμουν οκλαδόν στο ντιβάνι της Ευανθίας. Έλεγα νανουρίσματα , μιλούσα μόνη μου, μια έκλαιγα και μια γελούσα.  Παρέα είχα τις δυο γιαγιάδες μου, που ένιωθα τις ψυχούλες  τους να πονούν και να νοιάζονται  για μένα…γλυκές  και αγαπημένες παρουσίες, που τις ένιωθα  δίπλα μου να με παρηγορούν.  Καθόμουν ανάμεσά τους κι ένοιωθα την θαλπωρή τους και την αγάπη τους όπως τότε που ήμουν μικρή και με παραχάιδευαν και με ντάντευαν και με μπούκωναν με τις λιχουδιές τους. Όταν τις αισθανόμουν δίπλα μου ήμουν τόσο ευτυχισμένη.
Στην πραγματικότητα , παρά τρίχα  γλίτωσα το Δαφνί.
Ήσαν έτοιμοι να με κλείσουν μέσα, αλλά η μάνα μου πάτησε πόδι και είπε: « Όσο ζω, εγώ θα την φροντίζω, δεν θα κλείσω το παιδί μου στο ψυχιατρείο. Γιατί ; Για ποιο λόγο; Είναι τελείως άκακο το καημένο μου, δεν πειράζει κανένα, εγώ θα το προσέχω.»
Προσεύχονταν για ένα θαύμα και κάθε μέρα βούλιαζαν όλο και πιο βαθιά στην απελπισία.
Η Τζένη με χίλια βάσανα κατάφερνε να συνεχίσει τις σπουδές της. Πάνω που έλεγε δόξα σοι ο Θεός, μετά πάλι βοήθα Παναγία μου. Πώς να ασχοληθεί με τον εαυτό της η κοπέλα. Περίμενε τις διακοπές του Πάσχα να έρθει να με αναλάβει και να ξεκουράσει λίγο την μάνα.
« Έλα κούκλα μου να σε ντύσω και να στολίσω. Κοίτα τι σου έφερα από την Αθήνα , ρούχα , καλλυντικά , αρώματα, ότι τραβάει η ψυχή σου. Κοίτα τι ωραίο αυτό το μπλουζάκι η τελευταία λέξη της μόδας, πολύ σου πάει, είσαι μούρλια !
Κι αράδιαζε μπροστά μου τσάντες και πακέτα απ’ τις καλύτερες φίρμες για να μου προκαλέσει το ενδιαφέρον. Τα κοιτούσα αδιάφορη, αλλά την άφηνα να με ντύνει και να με ξεντύνει σαν άψυχη κούκλα και να τα δοκιμάζει όλα βγάζοντας επιφωνήματα θαυμασμού.  
«Καλά αυτό μιλάει επάνω σου, είναι απίθανο ε; Τι λες σ΄ αρέσει ή να δοκιμάσεις και το άλλο το κόκκινο πουκάμισο;»
Αφού την άφηνα να κάνει το κέφι της, φορούσα πάλι το παλιό μου τζην και το ξεθωριασμένο μπλουζάκι μου που δεν τα αποχωριζόμουν ποτέ.
«Τι αυτά θα βάλεις πάλι; Δεν σ’ άρεσε τίποτα απ’ ότι σου έφερα;  Γιατί χαρά μου; Γιατί με στενοχωράς;»
«Ωραία είναι άστα εκεί, Αν πάω κάπου θα τα βάλω.» έλεγα αδιάφορα.
«Έλα να σε πλύνω και να σε λούσω , να σου φτιάξω τα μαλλιά, να πάμε βόλτα…»
Πριν προλάβω να αρνηθώ  για άλλη μια φορά βαριεστημένα, κτύπησε η πόρτα και φάνηκε … ποια άλλη η Άννα !
Η Άννα βρε η φιλενάδα μου! Τρόμαξα να την γνωρίσω ! Όμορφη , κομψή, ντυμένη μοντέρνα , με τον αέρα της φοιτήτριας.
Κάτι έσπασε τον πάγο της ψυχής μου και λαχτάρησα.
Κάτι ζωντάνεψε μέσα μου με την απρόσμενη εμφάνισή της.
Τις άφησα και τις δυο να με σουλουπώσουν και άρχισα να βρίσκω όρεξη να ζήσω.
«Αν το ήξερα θα τα παράταγα όλα και θα ερχόμουν πιο νωρίς.» Ψιθύρισε κρυφά η Άννα στην Τζένη που απ’ την χαρά της είχε βουρκώσει σε μια γωνιά.
Εγώ φλύαρη , την ρωτούσα και την ξαναρωτούσα για την Θεσσαλονίκη, για την σχολή της για τα ενδιαφέροντα της, αν έχει φίλο, για όλα.
«Ναι είμαι ερωτευμένη.» φώναξε και γέμισε λάμψη το πρόσωπό της .
«Για πες…»
«Τον λένε Φίλιππο!» και αρχίσαμε πάλι τις παλιές κοριτσίστικες κουβέντες που είχα ξεχάσει.  Και βρήκα για λίγο την πραγματική μου ηλικία .
«Έλα μαζί μου Δώρα . Έλα στην Θεσσαλονίκη! Θα περάσουμε ωραία θα δεις. Έλα για  λίγες μέρες αν θες, αν κι εγώ θα σε ήθελα συνέχεια και για πάντα κοντά μου. Έλα μαζί μου, η ζωή είναι εκεί και σε περιμένει.»
Την άκουγα σαν γλυκιά σειρήνα που με καλούσε, αλλά δεν τολμούσα να πάρω θάρρος και να πω ναι.     
«Τι λες αποκλείεται, τι δουλειά έχω εγώ στην Θεσσαλονίκη.»
Το θεωρούσα ακατανόητο, ακατόρθωτο, τελείως εξωπραγματικό .
 Το θαύμα όμως είχε αρχίσει να γίνεται και να ριζώνει δειλά, δειλά μέσα στην καρδιά μου και να φαίνεται λίγο φως στην άκρη του σκοτεινού τούνελ που είχα χαθεί.
 






Την νύχτα εκείνης της Ανάστασης, είχα μείνει μόνη στο σπίτι. Οι δικοί μου ήσαν όλοι στην εκκλησία. Κι εγώ είχα βυθιστεί πάλι στις μαύρες σκέψεις μου.
 Καθόμουν και έκλαιγα έξω στην αυλή. Ένοιωθα την ανάγκη να προσευχηθώ, να παρακαλέσω την υπέρτατη δύναμη που λέγεται Θεός, να με λυπηθεί και να με λυτρώσει από το μαρτύριο της απελπισίας.  Κοιτούσα τον ουρανό με δάκρια στα μάτια, όταν άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες και να εκτοξεύονται χιλιάδες  πυροτεχνήματα  στο αέρα.
Ο ουρανός γέμισε με πολύχρωμες λάμψεις και αστραπές.
Ήταν η ώρα που ευχή γίνεται.  Η ώρα που η ζωή νικάει τον θάνατο.
 Ή ώρα που η πίστη θεραπεύει και παρηγορεί !
Έτσι ξαφνικά το μαύρο πέπλο της απελπισίας σκίστηκε και η θλίψη  χάθηκε. Ακατανόητο; Ίσως μερικοί να γελάσουν , αλλά εγώ όμως το έζησα και το πιστεύω !  
Μπήκα μέσα, ντύθηκα με τα καλά μου ρούχα, στόλισα το γιορτινό τραπέζι με τα ακριβά σερβίτσια της μαμάς, με λουλούδια και κηροπήγια και περίμενα να έρθουν με τις λαμπάδες τους να τα  ανάψω. Η κουζίνα μοσχοβόλαγε απ’ τα φαγητά που είχε ετοιμάσει από νωρίς η μάνα . Ένοιωσα για πρώτη φορά μετά από καιρό την λαχτάρα να φάω.  Δεν πείραξα τίποτα και περίμενα με ανάλαφρη καρδιά να έρθουν μέχρι αργά την νύχτα που τελείωνε η αναστάσιμη λειτουργία
Άναψα όλα τα φώτα, άνοιξα το ράδιο και τη τηλεόραση και ξαφνικά κατάλαβα πως τραγουδούσα κι εγώ. Η δική μου φωνή ήταν εκείνη που άκουγα; Την είχα ξεχάσει !
Όταν ήρθαν οι δικοί μου, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Δεν τολμούσαν να χαρούν, γιατί είχαν το φόβο ότι θα βυθιστώ πάλι στην κατάθλιψη.
Εγώ έφαγα με όρεξη, τσούγκρισα το ποτήρι μου με όλους , είπα Χριστός Ανέστη , σαν τον παλιό καλό  καιρό και έσβησα από την μνήμη μου όλα τα δυσάρεστα που μου είχαν συμβεί.
«Μπαμπά, μαμά , αδελφούλα  μου, θέλω να σας ανακοινώσω κάτι.» Περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τι θα ξεστομίσω πάλι. Έμεινα άναυδοι όταν τους είπα:
«Θέλω να πάω με την Άννα στην Θεσσαλονίκη.»
Μόνο ο πατέρας μου με κοίταξε σκυθρωπός και αυστηρός. Από μένα μόνο τρέλες άκουγε.  Τι άλλο θα τον έβρισκε τον άνθρωπο .
 « Καλά θα τα πούμε άλλη φορά αυτά Δώρα. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή αυτή.»                    
Ο σπόρος όμως είχε πέσει. Η Τζένη έκανε όνειρα μαζί μου και με ενθάρρυνε να το αποφασίσω, με θετική και σταθερή σκέψη. 
«Θέλω να τελειώσω το Γυμνάσιο και να βρω μια δουλειά. Νομίζεις ότι είμαι ικανή;»
«Θα τα καταφέρεις. Μη φοβάσαι τίποτα , όλα θα πάνε καλά.»
Ο πατέρας μου όμως ήταν ανένδοτος. Φοβόταν , δεν μου είχε εμπιστοσύνη. Τον τρόμαζε η κατάστασή μου . Και ποιος θα με πρόσεχε εκεί; Όχι δεν το συζητούσε καθόλου.
«Βαρέθηκα να φορτώνομαι τα λάθη σου. Εδώ θα μείνεις υπό τον έλεγχό μου, αλλιώς δεν θα σε ξαναμαζέψω. 
Η επιπολαιότητά σου μας έφερε αυτό το κακό και το ρεζιλίκι.   Δεν θα ανεχτώ τίποτα  άλλο.»
Ήταν σκληρός και αμετάπειστος. Τότε τον παρεξήγησα μα αργότερα κατάλαβα πως είχε και εκείνος τα δίκια του.
Πεισματάρηδες και οι δυο , σπάσαμε τελείως το σχοινί.
«Δεν θέλω τίποτα από σένα, ούτε  τα λεφτά σου, ούτε το σπίτι σου. Θα τα καταφέρω μόνη μου.»  του φώναξα οργισμένη.
Κι η Τζένη χαιρόταν ευτυχισμένη που είχε δει πάλι τα μάτια μου να ζωντανεύουν από αποφασιστικότητα και σιγουριά .
«Άφησέ την μπαμπά ! Το κορίτσι μας συνέρχεται. Δεν σε ευχαριστεί αυτό; Την θέλεις θαμμένη εδώ μές;»
«Άφησέ την Αναστάση, όσα λάθη κι αν κάνει, εμείς είμαστε εδώ, να ξαναγυρίσει το παιδί μας.»συνηγόρησε κι η μάνα μου.
«Αφού το αποφασίσατε εσείς οι γυναίκες, χωρίς να με λογαριάσετε, δεν με νοιάζει. Εγώ δεν συμφωνώ, ούτε δίνω την έγκρισή μου. Ας κάνει ότι καταλαβαίνει.»
Ήταν η τελευταία του κουβέντα !
Κι εγώ την άλλη μέρα παρέα με την Άννα περίμενα στο σταθμό το τραίνο της μεγάλης φυγής.
Ο κόσμος είχε αλλάξει ! Η ζωή ήταν διαφορετική και είχε  προχωρήσει χιλιόμετρα μπροστά. Μόνο εγώ είχα μείνει πίσω και ήθελα πολύ τρέξιμο να την προλάβω.
Μια νέα εποχή άρχιζε και εγώ είχα γλιτώσει απ’ τον αφρισμένο χείμαρρο και έβγαινα βρεμένη και μισοπεθαμένη στην άλλη όχθη , εκεί που με περίμενε η αληθινή ζωή μου.
Κουράγιο βρήκα, θέληση και δίψα να ξαναζωντανέψω βρήκα, πείσμα και εγωισμό να σταθώ μόνη στα πόδια μου βρήκα.   Αξιοπρέπεια βρήκα !
Ήμουν ζωντανή, ήμουν δυνατή … αλλά πολύ διαφορετική !
Μια καινούργια Δώρα είχε ξαναγεννηθεί απ’ αυτή την δοκιμασία… αλλιώτικη ! 
  Σκληρή , άδικη,  κυνική, που έτρεμε να βγάλει από μέσα της τις ευαισθησίες της,  μη τυχόν και την κατασπαράξουν πάλι.
Αλλά μ’ ένα  αιώνιο  αγκάθι στη καρδιά…εκείνο του αποχωρισμού σου …Να  με θυμάσαι  μωρό μου …  αν με ξεχάσεις δεν θα έχει νόημα κανένα να παλέψω για τη ζωή μου και να σε κάνω περήφανο μια  μένα.
Να με θυμάσαι … και να μην ντρέπεσαι για τη μάνα σου !


ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΙ  ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ
ΖΗΝΟΒΙΑ ΜΑΡΝΕΖΗ






11 σχόλια:

  1. Μια ιστορία της Δευτέρας που διαβάστηκε στο Magic radio live με θέμα ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ !!! Ένα μικρό απόσπασμα από το πρώτο μου βιβλίο "ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΙ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημερα Ζηνα μου!
    Το αποσπασμα που μας εβαλες σημερα ειναι καταπληκτικο!
    Ευχομαι συντομα και τριτο βιβλιο!
    Φιλακια πολλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. εξαίρετο!
    και.. καλό Πάσχα, καλή μου.. χωρίς χωρισμούς και πόνους!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. polu omorfo to apospasma...apo to prwto vivlio sou zhna!! sygxarhthriaaa

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πάντα ή μάνα θα πονάει, θα την ακολουθούν οι ερινύες της και θα πορεύεται για ένα χάδι και ζεστασιά με μια κουβεροτούλα αγκαλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Κική μου , ευχαριστώ !!Αυτό προσπαθώ να αφιερωθώ στο επόμενο βιβλίο μου . Καλη Ανάσταση για όλου μας !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Καλή Ανάσταση Λαμπρινή μου και χρόνια πολλά που γιορτάζεις. Οχι καλε κανεις δεν αποχωρίζεται κανένα όλοι εδω θα ειμαστε για πολύ καιρό !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μαιρούλα μου ευχαριστώ ! Καλή Ανάσταση !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμε σ΄ευχαριστώ που έρχεσαι εδώ και χαίρομαι καθε φορά που σε βλέπω, Καλη Ανάσταση !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ένα μοναδικό αποσπασμα απο το βιβλιο σου που το έχω διαβάσει και το έχω αγαπήσει. Γεμάτο έντονη συγκίνηση χρώματα και ανθρώπινα πάθη αλλά στο τέλος μας χαρίζεις την αισιοδοξία, την δύναμη και το κουράγιο που ο άνθρωπος έχει κρυμμένα μέσα του και βρίσκει διέξοδο να τα βγάλει.

    Lydia Petridi

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ήθελα να το βγάλω στην επιφάνεια αυτό το απόσπασμα, γιατί μιλάει για Θαυμα της Ανάστασης,. Για δύναμη , κουράγιο και αξιοπρέπεια !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή