Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΧΑΡΙΤΩ ...ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ 1ο μέρος.












ΧΑΡΙΤΩ… χαριτωμένη

Όλοι ξέρουμε το παραμύθι της μικρής γοργόνας
που λέει,  πως αγάπησε τρελά το βασιλόπουλο που ναυάγησε μια νύχτα στα βαθιά μαύρα νερά της θάλασσας.
Μια παρόμοια ιστορία λίγο διαφορετική μιλάει για μια άλλη μικρή γοργονίτσα που την λέγανε Χαριτώ , δηλαδή χαριτωμένη  κι είχε όλες τις χάρες μαζεμένες.  Έτσι κι αυτή μια νύχτα  έσωσε  ένα βασιλόπουλο που βούλιαξε το καράβι του κι ένιωσε τόσο μεγάλη αγάπη γι αυτόν που δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά πώς να μείνει για πάντα κοντά του, γυναίκα του και βασίλισσά του .
 Όμως  δεν μπορούσε να  ζήσει μαζί του γιατί ήταν πλάσμα πελαγίσιο και αντί για πόδια είχε ουρά ψαρίσια.   Έκλαψε η μικρή γοργονίτσα, παρακάλεσε τον πατέρα της τον βασιλιά που κυβερνούσε τις θάλασσες και τα πελάγη, να την αφήσει να ζήσει στη στεριά και να της χαρίσει δυο πόδια, αλλά εκείνος ούτε που να το ακούσει.  Οι αδελφές της την περιγελούσαν γιατί δεν ήξερε να κρατήσει τη θέση της. Θα ξέπεφτε έτσι χαμηλά για ένα θνητό ; 
«Είναι άτιμα πλάσματα οι θνητοί, άπιστοι και συμφεροντολόγοι, δεν θα σ΄ αγαπήσει  ποτέ αληθινά και τότε τι θα απογίνεις εσύ;»
  Η μικρή άμυαλη γοργόνα δεν υπολόγισε τίποτα προκειμένου να ζήσει με τον άνδρα που αγαπούσε. Πήγε και βρήκε την Μέδουσα την κακιά αδελφή της μάνας της , αυτή μπορούσε να της χαρίσει δυο πόδια , αλλά το αντίτιμο θα ήταν πολύ βαρύ και σκληρό.
Η Μέδουσα γέλασε με σαρκασμό και κακία, όταν είδε την ανόητη μικρή να κλαίει και να την παρακαλάει.
«Τι θα μπορούσες να θυσιάσεις,  για να σου χαρίσω δυο πόδια ;  Ξέρεις πως χωρίς αντάλαγμα δεν δίνω τίποτα εγώ.»
«Ότι μου ζητήσεις μεγάλη και τρανή μου θεία.»
«Θέλω … τα αρσενικά παιδιά σου… όλα ! Ακόμα κι αυτά που θα αποκτήσουν οι κόρες σου , οι εγγονές σου οι δισεγγονές σου … στον αιώνα των αιώνων. Όλα τα αρσενικά παιδιά σας θα ανήκουν σε μένα. Συμφωνείς  λοιπόν ;»
«Ναι , ναι , ναι  … αυτό θέλεις μόνο ; Συμφωνώ ! Δώσε μου δυο πόδια και όλα τα αρσενικά παιδιά μου χάρισμά σου.»
«Εντάξει , η συμφωνία έκλεισε , δεν μπορείς να το μετανοιώσεις τώρα.  Ότι λέμε .. δεν ξελέμε…»
Η  απερίσκεπτη μικρή γοργονίτσα δεν υπολόγισε πόσο σκληρή ήταν η συμφωνία που έκανε .  Εκείνη την στιγμή δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά το πώς θα βρει την ευτυχία της δίπλα στον άνδρα που αγαπούσε . Όλο χαρά ετοιμάστηκε να βγει στη  στεριά να βρει τον αγαπημένο της. Φτηνά της ήρθε το αντίτιμο που ζήτησε η Μέδουσα. Περίμενε κάτι πιο ακριβό.   Έτσι νόμιζε με την νεανική της αφέλεια .
Η γριά και σοφή παραμάνα  μόλις την είδε να φεύγει,  έντρομη κατάλαβε τι είχε συμβεί.
«Τι έταξες άμυαλη μικρή στην Μέδουσα; Να ξέρεις ότι ποτέ δεν θα ξεφύγεις απ΄ αυτήν τη κατάρα.»
Μόλις άκουσε την συμφωνία που έκανε τόσο επιπόλαια  η Χαριτώ ,  άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της.
«Τι να κάνω για να σώσω τα παιδιά σου ανόητη μικρή. Έχω κι εγώ δύναμη αλλά όχι τόση όσο έχει η Μέδουσα.»
Σκέφτηκε , σκέφτηκε η δόλια η παραμάνα και είπε με δυνατή φωνή για να ακουστεί σ΄ όλα τα πελάγη.
«Τα  αρσενικά παιδιά που ανήκουν στην Μέδουσα θα είναι μόνο εκείνα που θα γεννηθούν από μάνα που θα έχει το σημάδι της γοργόνας.  Δεν θα είναι όλες οι κόρες σου γεννημένες  μ΄ αυτό το σημάδι γιατί θα έχουν ανακατεμένο αίμα απ΄ τους θνητούς πατέρες τους. Μόνο εκείνες που θα κρατάει η γενιά τους από σένα θα έχουν την κατάρα.»
Η μικρή γοργόνα όμως δεν άκουσε τίποτα απ’ όλα αυτά, γεμάτη χαρά είχε βγει στη στεριά και περπατούσε στα δυο πόδια της… έτρεχε να
ανταμώσει τον άνδρα που αγαπούσε.  

Παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένοι , απέκτησαν τρεις γιους και τίποτα δεν τους στενοχωρούσε . 
Η μικρή γοργονίτσα τώρα λεγόταν  Χαριτίνη και είχε   γίνει πια  τρανή βασίλισσα και δίπλα στον άνδρα της το βασιλιά κυβερνούσε την όμορφη και χαρούμενη πολιτεία του , που βρισκόταν στα παράλια μιας απέραντης  γαλάζιας θάλασσας . 
Είχε ξεχάσει την υπόσχεση που είχε δώσει στην θεία της την Μέδουσα και πίστευε πως κανείς δεν θα τολμούσε να πειράξει τα παληκάρια της . 
Ο πρώτος της γιος ήθελε να γίνει καραβοκύρης.  Να ταξιδεύει και κυβερνάει τις θάλασσες και τα πελάγη, να γνωρίσει κι άλλους τόπους και άλλα μέρη . 
Ήρθε λοιπόν η κακιά στιγμή , εκεί που αρμένιζε στα πέλαγα να τον δει η Μέδουσα που τον μυρίστηκε απ’ στα σκοτεινά βάθη της θάλασσας που είχε το παλάτι της .  Κούνησε με ορμή τα φιδίσια της μαλλιά και σήκωσε κύμα και φουρτούνα μεγάλη και βούλιαξε το καράβι . 
Μεγάλη θλίψη και πένθος έπεσε στη χαρούμενη πολιτεία της Χαριτίνης και του βασιλιά του άνδρα της , που χάθηκε το πρώτο τους παληκάρι , ο διάδοχος του θρόνου . 
Η Χαριτίνη δεν κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να ξεπληρώσει το χρέος της .  Δεν το θυμήθηκε καθόλου. Βυθισμένη στην θλίψη της , το μόνο που θα της έδινε χαρά θα ήταν ένας  μεγαλοπρεπής γάμος που θα έκανε ο δεύτερος γιος της με την πιο όμορφη και καλή βασιλοπούλα που ζούσε σε μια μακρινή πολιτεία , πέρα απ’ την θάλασσα αυτή .  Η χάρη της είχε φτάσει στα πέρατα της οικουμένης και η Χαριτίνη σκέφτηκε πως θα ήταν η μοναδική γυναίκα που άξιζε  στον δευτερότοκο που τώρα πια ήταν και ο διάδοχος του θρόνου .
 Στείλανε προξενιά και ο γάμος συμφωνήθηκε με την ευχή και την χαρά των γονιών της .
Φόρτωσαν λοιπόν το πιο γρήγορο και όμορφο καράβι με προικιά και πλούσια δώρα , κασέλες με μεταξωτά και βελούδα , χρυσά και τζοβαΐρια και μαζί πήγε και  ο  γαμπρός  να φέρει ο ίδιος την νύφη στο βασίλειο του.
Δεν πρόλαβε όμως ο δύστυχος να φτάσει , η Μέδουσα παραφύλαγε  στα σκοτεινά της παλάτια  και τον ρούφηξε κι αυτόν με ολόκληρο το καράβι και τους ναύτες στο μαύρο το βυθό .
Έπεσε θρήνος και οδυρμός . Η Χαριτίνη ξέσκιζε με τα νύχια της τα μάγουλά της και ξερίζωνε τα μαλλιά της, δεν άντεχε κι άλλη  τέτοια συμφορά.
Μα και πάλι δεν θυμήθηκε το χρέος της . 
 Τώρα της είχε απομείνει ο τρίτος και μονάκριβος γιος της . 
Τον λάτρευε και τον αγαπούσε όσο και τα άλλα δυο της αγόρια τα αδικοχαμένα .  Κι ακόμα πιο πολύ .
Ήταν τέτοια η ομορφιά του που θάμπωνε και τον ήλιο τον ίδιο.  Ήταν ακόμη μικρός για γάμο , αλλά εκείνη ονειρευόταν την στιγμή , που θα τον έβλεπε ντυμένο στα χρυσοποίκιλτα ρούχα του να στέφεται βασιλιάς στον θρόνο του πατέρα του .
Μια μέρα ηλιόλουστη  και ζεστή , ο μικρός ζήτησε απ’ την μάνα του να τον αφήσει να πάει με τους φίλους του για ψάρεμα .
Η Χαριτίνη  δεν  του αρνήθηκε . Γιατί να του αρνηθεί άλλωστε ; Πρώτη φορά θα πήγαινε με τη βάρκα και τους φίλους του για ψάρεμα ;   Η ίδια σαν πλάσμα νερένιο και πελαγίσιο  που ήταν,την λάτρευε την θάλασσα .  Μέσα στα βαθιά νερά της είχε μεγαλώσει , εκεί ζούσαν  ο πατέρας της ο Ποσειδώνας , η μάνα  και οι αδελφές της και όλο της το σόι .   Τους θυμόταν που και που και τους νοσταλγούσε , αλλά είχε θελήσει να αλλάξει τη ζωή της , να γίνει θνητή  και τώρα πια δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.    Γι’ αυτό και τα αγόρια της αγαπούσαν τόσο πολύ τα νερά της θάλασσας , την είχαν μες το αίμα τους . Κι αυτή  δεν τα κρατούσε μακριά της  γιατί είχε ξεχάσει την σκληρή συμφωνία που είχε κάνει με την Μέδουσα.
Εκείνη την ημέρα που ο μικρός ο γιος της βγήκε με τους φίλους στα ανοιχτά με τη βάρκα , η Χαριτίνη στεκόταν στο μπαλκόνι της και αγνάντευε το γαλανό πέλαγος  ,  κοιτούσε τη βαρκούλα  με τον γιο της μέχρι που έγινε μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα. 
Κάτι της έσφιξε την καρδιά και ένα κακό προαίσθημα την βασάνισε .  Έτσι είχε νιώσει και τότε, όταν χάθηκε ο πρώτος και μετά ο δεύτερος γιος της .
« Γύρνα πίσω παιδί μου !»  φώναξε μέσα απ’ την ψυχή της , αλλά πια ήταν πολύ αργά . 
Κι  εκεί που έλαμπε ο ήλιος και όλα ήταν χαρά Θεού , η μέρα σκοτείνιασε και συννέφιασε . Ένα ξαφνικό μπουρίνι ξέσπασε με μανία . Βροχή και αέρας φοβερός  ξεσήκωσαν τα κύματα και πνίξανε την βαρκούλα , μαζί και το μικρό γιο της και τους φίλους του .            
Η Χαριτίνη και ο άνδρας της ο βασιλιάς ,θα  έκαναν πολύ καιρό να συνέλθουν και ούτε  θα χαμογελούσαν ποτέ , ούτε θα ακούγονταν γέλια και τραγούδια στο βασίλειό τους ποτέ . Μεγάλη συμφορά τους είχε βρει .  Αλλά η τύχη τους,  τους έδωσε άλλη μια ευκαιρία . 
Η Χαριτίνη κατάλαβε ότι θα έκανε κι άλλο παιδάκι.  Μια μικρή ελπίδα άρχισε να γλυκαίνει τις ψυχές τους. Περίμεναν με λαχτάρα το μωράκι που θα γεννιόταν μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού .
Πράγματι την τελευταία νύχτα του Ιουλίου , λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα , έφερε στο κόσμο ένα πεντάμορφο κοριτσάκι , και λίγο πριν φέξει ο ήλιος ξημερώνοντας η πρώτη μέρα του Αυγούστου , γεννήθηκε και το δεύτερο κοριτσάκι της . 
Δίδυμα κοριτσάκια , διπλή χαρά για τους πονεμένους γονείς . Αυτά τα κοριτσάκια , έφεραν και πάλι το γέλιο και την ευτυχία στο πολιτεία της Χαριτίνης και του άνδρα της του βασιλιά .
Αμέσως αυτός διέταξε να πετάξουν τα μαύρα πανιά και τα μαύρα πέπλα που είχαν σκεπάσει το παλάτι του  Να γεμίσουν με λουλούδια και φυτά όλους τους κήπους , να στολίσουν με τριανταφυλλί  κορδέλες τα μπαλκόνια και το θρόνο του με λουλουδένιες γιρλάντες και  μεταξωτά πέπλα  και να έρθουν οι μουσικάντιδες να τραγουδήσουν στα κοριτσάκια του  τραγούδια  μελωδικά , για να μάθουν τα αυτάκια τους να ακούν  ήχους  γλυκούς και όμορφους και να μην ακουστεί ποτέ ξανά κλάμα στο παλάτι . 
Κι όταν ήρθε ή ώρα να τους δώσει ονόματα , έγινε μεγάλο γλέντι που κράτησε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες . 
«Η πρώτη κόρη μου που γεννήθηκε λίγο πριν φύγει ο Ιούλιος θα ονομαστεί Ιουλία και η δεύτερη που γεννήθηκε με το πρώτο φως του Αυγούστου , θα ονομαστεί Αυγούστα .»        

Η Χαριτίνη βρήκε πάλι το χαμόγελό της , μόνο που τώρα ήταν θλιμμένο και παραπονεμένο .  Παρ’ όλη την ευτυχία που της έδιναν τα κοριτσάκια της , δεν μπορούσε να ξεχάσει τα χαμένα της αγόρια .   
Τα κοριτσάκια της δεν έμοιαζαν μεταξύ τους σαν δίδυμα , η Ιουλία έμοιαζε του πατέρα της και φοβόταν την θάλασσα , της άρεσε να τρέχει καβάλα πάνω  στο άλογο , μέσα στην αγκαλιά του και να πηγαίνουν για κυνήγι . Η Αυγούστα όμως ήταν ίδια η μητέρα της . Κάθε μέρα έτρεχε στην θάλασσα να κολυμπήσει και να παίξει με τα νερά  της .  
Μια μέρα η Χαριτίνη είδε ένα σημαδάκι στην κοιλίτσα της , έμοιαζε με την τρίαινα του πατέρα της του Ποσειδώνα .  Πρέπει να το είχε από γεννησιμιού της αλλά δεν φαινόταν καθαρά όσο ήταν μωρό .
Απόρησε , που η κόρη της είχε ένα τέτοιο σημάδι .
 Τι σήμαινε τάχα ;
Μετά από πέντε χρόνια , το πρώτο αυγουστιάτικο  πρωινό , την ώρα που οι πρώτες αχτίδες του  ήλιου ξεπρόβαλαν στον ουρανό , η Χαριτίνη πήρε την κόρη της την Αυγούστα  και έτρεξαν στην θάλασσα να κολυμπήσουν . Ήταν τα γενέθλια της και ήθελε να της κάνει ένα ξεχωριστό δώρο .
« Σήμερα κόρη μου γίνεσαι πέντε χρονών , χθες είχε τα γενέθλια της η Ιουλία και ο πατέρας σας  της έκανε δώρο ένα πανέμορφο άλογο , εσένα όμως σου αρέσει η θάλασσα γι αυτό θα πάμε να βουτήξουμε πολύ βαθιά μέσα στα νερά της και θα ψάξουμε να βρούμε κοχύλια και αστερίες .»
Το κοριτσάκι ξετρελάθηκε απ’ τη χαρά του . Επιτέλους θα έβλεπε το μαγικό βυθό που τόσες ιστορίες της έλεγε η μάνα της γι αυτόν , όταν τη νανούριζε να κοιμηθεί . 
Βούτηξαν στα βαθιά και κολυμπούσαν ώρες ατέλειωτες , χωρίς να χρειάζονται αέρα να αναπνεύσουν όπως οι κανονικοί άνθρωποι . 
Η μάνα της εξηγούσε όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα που έβλεπε η μικρή.  Τα κοράλια , τα κοχύλια , τους ιππόκαμπους και τους αστερίες , τα πολύχρωμα ψαράκια και τα θαλασσινά λουλούδια.
Η Αυγουστίνα είχε θαμπωθεί απ’ την εκπληκτική ομορφιά που αντίκριζε γύρω της.   Τότε ήρθαν τρία δελφίνια και άρχισαν να παίζουν μαζί της.  
Την έπαιρναν  στη ράχη τους και την πήγαιναν πέρα δώθε, την ανέβαζαν στην επιφάνεια της θάλασσας και μετά πάλι στο βυθό, της έδειχναν θαυμαστά  μέρη και σπηλιές θαλασσινές που ανθρώπου μάτι δεν είχε δει ποτέ .  Αλλά το πιο εκπληκτικό ήταν ότι μπορούσε να καταλάβει την γλώσσα τους . Ναι της μιλούσαν τα δελφίνια και εκείνη τα άκουγε μαγεμένη και έκπληκτη απ’ τη χαρά της . 
«Έλα τώρα να σε πάμε στη μαμά σου , να μην ανησυχεί και όποτε θέλεις να έρθεις  να παίξουμε πάλι μαζί .»
Η Χαριτίνη την περίμενε πάνω σε ένα πελώριο , πολύχρωμο  θαυμαστό κοράλι . Μόλις την είδε να έρχεται παρέα με τα τρία δελφίνια , η καρδιά της σκίρτισε .   Άρχισε να αγκαλιάζει και να φιλάει τα δελφίνια με συγκίνηση μεγάλη .  Κατάλαβε ποια ήταν.   
«Παιδιά μου , εσείς !  Χαμένα μου αγόρια  !»
 « Εμείς είμαστε μάνα , ήρθαμε να σου πούμε να μη στενοχωριέσαι και να σου δώσουμε ένα μήνυμα απ’ την καλή σου την παραμάνα . Κάτι που λησμόνησες  , το χρέος που οφείλεις   στην θεία σου την Μέδουσα.»
« Ωχ η άμοιρη … το είχα ξεχάσει . Παιδάκια μου τι έταξα η δόλια ; Πόσο ανόητη υπήρξα , θα μπορούσα να κάνω άλλη συμφωνία μαζί της , αλλά τότε δεν το σκέφτηκα απ’  την λαχτάρα μου να βγω στη στεριά . Τώρα τι να κάνω να λύσω αυτή τη κατάρα ;»
« Η καλή σου παραμάνα σου είχε πει τότε κάτι , αλλά εσύ δεν την άκουσες .  Αυτό ήρθαμε να σου πούμε τώρα .  Η κόρη σου η Αυγουστίνα έχει το σημάδι της γοργόνας στο κορμί της .  Στο αίμα της κυλάει το δικό σου πελαγίσιο αίμα .  Πρέπει να της πεις και να το ξέρει , πως όσα αρσενικά παιδιά κι αν κάνει , όλα θα της πάρει η Μέδουσα .  Θα έρθει κάποτε η στιγμή αργά ή γρήγορα  που θα της τα πάρει , όπως πήρε και μας .  Είναι ο φόρος υποτέλειας που πρέπει να πληρώσει .»
« Γιατί η κόρη μου να πληρώσει το δικό μου χρέος ;  Εγώ την ξεπλήρωσα την Μέδουσα με το να σας χάσω και να πληγωθώ βαθιά απ’ την απώλεια σας.»
« Γιατί έτσι είχες συμφωνήσει … στον αιώνα των αιώνων , όλες οι κόρες σου , οι εγγονές σου και οι δισεγγονές σου να πληρώσουν αυτό το βαρύ αντίτιμο. Όμως η καλή σου παραμάνα,   σου έδωσε μια τόσο δα ελάχιστη ευκαιρία .   Μόνο οι κόρες που θα έχουν αυτό το σημαδάκι σαν τρίαινα θα χάνουν τα παιδιά τους , γιατί είναι απ’ την δική σου γενιά και δεν θα μοιάζουν στους   στεριανούς πατέρες τους.»
Η δύστυχη Χαριτίνη αγκάλιασε σφικτά την κόρη της  να την προστατέψει απ’ το πόνο που θα ένιωθε αργότερα όταν θα είχε κι αυτή την ίδια μοίρα .  Έκλαψε  πικρά και τα δακρυά της κύλησαν στο βυθό κι έγιναν μαργαριτάρια και κρύφτηκαν μέσα στα κοράλια και στα κοχύλια . 

Γέμισε το πέλαγος μαργαριτάρια που κάποτε  μια μέρα  ξακουστοί δύτες θα βουτούσαν  στο βυθό να τα μαζέψουν θαμπωμένοι απ’  την ομορφιά τους και την μεγάλη τους αξία . 



ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ  

Ζηνοβία  Μαρνέζη  Αύγουστος  2011           

8 σχόλια:

  1. Ένα καλοκαιρινό και θαλασσινό παραμύθι μου αφιερωμένο σ' όλους εμάς που νιώθουμε παιδιά !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. υπέροχο Ζήνα μου !!! σου πάει να γράφεις έτσι...

    ΕΥΗ Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Υπέροχο και τρυφερό!!!
    Να είσαι καλά!
    Καλό Σαββατοκύριακο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Εβιτα είναι παραμύθια που σκεφτόμουν και ελεγα στα παιδια μου .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ελένη μου ευχαριστώ , χαιρομαι πολύ !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ΟΙ ΓΟΡΓΟΝΕΣ ΣΟΥ ΈΝΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΙ ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΗΜΟΥΝ Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΥ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕ !!ANASTASIA GUT !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ζήνα μου κράτησες παρέα ενώ ακούω και τον Νικήτα.Είναι υπέροχο. Θα το θυμάμαι να το λέω....Μπράβο σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή