Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Αναίσθητοι και ονειροπόλοι 2ον


Μια ξαφνική ιδέα


    Όλα άρχισαν όταν η Τζένη κατάλαβε την    "συνομωσία" που έκαναν πίσω απ΄ τη πλάτη της , ο αξιοσέβαστος πατέρας της, ο αξιότιμος σύζυγός της και η αξιαγάπητη κορούλα της.  Στο κόλπο ήταν και ο μικρός ο Τασούλης, που κάτι ψι ψι ψι είχε πάρει το αυτί του και δεν ήθελε να νοιώθει παραγκωνισμένος. 
-Κρατάς μυστικό;
- Ναι παππού .
- Μπέσα για μπέσα βρε ;
- Ναι παππού να ! Και φιλούσε σταυρό και μετά έδενε φιόγκο τα δαχτυλάκια του στο κεφάλι.
Όταν η Τζένη το είπε στην μάνα της, το σχέδιο είχε προχωρήσει ήδη στην εφαρμογή του και είχε μπει στην τελική ευθεία.  Οι δυο γυναίκες ξεκαρδίστηκαν στα γέλια απ’ τη χαρά τους και η μία
 « οικτίριζε »  την άλλη , γιατί δεν το είχαν σκεφτεί αυτές πρώτες που ήσαν και γυναίκες και ξύπνιες και έκοβε το μυαλό τους.
Η αλήθεια ήταν πως ο καημένος ο πατέρας στενοχωριόταν και είχε μεγάλο καημό. Ασχέτως αν δεν το έδειχνε . Τίποτα δεν του έλειπε, όλα τα είχε. Την κυρά του , την κόρη του και τον γαμπρό του και τα χαριτωμένα εγγονάκια του, το πλούσιο σπιτικό του. Καλά στερνά δεν λένε όλοι ;  Αυτός όλα τα είχε.  Γεννημένος από αρχοντική  γενιά, δεν στερήθηκε ποτέ του τίποτα, ούτε σε δύσκολους καιρούς.
Όμως κάτι του έλειπε. Η κόρη του η Ευαγγελία που ζούσε χρόνια τώρα στην Αμερική και ο εγγονός του ο Πετράκης. Αυτό το παιδί δεν το είδε να μεγαλώνει, δεν το νοιάστηκε δεν το πόνεσε.
“Τώρα θα έχει γίνει ολόκληρος άνδρας και δεν θα τον γνωρίσω ποτέ.”  σκεφτόταν , πολλές φορές και φωναχτά. Αλλά είχε κι άλλο μεγαλύτερο καημό κι αυτόν δεν τολμούσε όχι μόνο φωναχτά να το  πει , ούτε καν να τον  σκεφτεί κρυφά , από φόβο μήπως τον καταλάβει η κυρά του. Και δεν ήθελε γκρίνιες…  αμάν πια,  όχι άλλες γκρίνιες.   Μόνο σαν αναστεναγμός του έβγαινε  που και που.
Ο Γιάννης ο γαμπρός του τον έβλεπε που ήταν σκεφτικός και μελαγχολικός τον τελευταίο καιρό. Δεν είχε όρεξη ούτε καν και για το συνηθισμένο απογευματινό ταβλάκι τους.
- Τι έχεις πατέρα , σε απασχολεί κάτι; Είσαι άκεφος εδώ και καιρό. Τι σου συμβαίνει;  Δεν θα παίξουμε τάβλι σήμερα;
Κάθονταν στην πίσω καμαρούλα που ήταν η αγαπημένη τους γωνιά. Απ’ την μεγάλη τζαμαρία έμπαινε ο Μαρτιάτικος ήλιος και τους ζέσταινε. Ο γεράκος έφερε το φλιτζάνι στα χείλη και ρούφηξε λίγο καφέ.
-Δεν ξέρω βρε παιδί μου, σκέφτομαι συνέχεια εδώ και μέρες την Βαγγελίτσα και τον Πετράκη. Θα ήθελα να έρθουν απ΄ την Αμερική να προλάβω να τους δω πριν πεθάνω.  Οι καιροί είναι δύσκολοι , να δεν βλέπεις ο πόλεμος έφτασε έξω απ΄ την πόρτα μας  και εγώ τα έφαγα τα ψωμιά μου. Δεν έχω καιρό άλλο μπροστά μου. Έκανα υπομονή, υπομονή. Πόσο ακόμα. Θέλω αυτό το Πάσχα που έρχεται να έχω γύρω μου όλα μου τα παιδιά αγαπημένα κι ευτυχισμένα. Να έρθει κι η μουρλοκαμπέρω η κόρη μου, η Θοδωρούλα απ΄την Αθήνα και να ξεχαστούν τα περασμένα.  Ζητάω πολλά βρε Γιάννη;
-Όχι βέβαια ! Σωστά τα σκέφτεσαι όλα αυτά. Εγώ σε νοιώθω , αλλά τόσα χρόνια δεν έγινε, τώρα θα γίνει βρε πατέρα ;
- Γι αυτό στενοχωριέμαι, σπάω το κεφάλι μου να βρω μια ιδέα.
- Κάτσε θα σκεφτώ κι εγώ.
Και ξύνανε κι δυο τα κεφάλια τους να τους κατέβει η ιδέα. Πέρασαν δυο τρεις μέρες και η ιδέα δεν ερχόταν.
Ήταν Σάββατο απόγευμα, ο παππούς ξύπνησε απ’ τον μεσημεριάτικο υπνάκο του,  βαρύθυμος .
- Που είναι ο καφές μου         ;  γκρίνιαξε
- Έλα ο Γιάννης ήδη σε περιμένει με τον καφέ έτοιμο πίσω στην καμαρούλα. Άντε όλο γκρίνια είσαι. Παραπονέθηκε η γυναίκα του.
Σούρνοντας τα πόδια του πήγε στον Γιάννη μουρμουρίζοντας.
-Δεν είμαι καλά, θα πεθάνω κι αυτή η γυναίκα  δεν με καταλαβαίνει.
Τότε ήρθε η επιφοίτηση και η ιδέα άστραψε στο μυαλό του Γιάννη.
-Έλα κάτσε να σου  πω πατέρα.
- Τι να μου πεις; Καλά σαράντα;
- Σώπα κι άκου, σιγά μη μας ακούσουν οι γυναίκες. Τι θα έκανε την Βαγγελίτσα και τον Πετράκη να έρθουν εσπευσμένα στην Ελλάδα; Ένας σημαντικός λόγος εε;
- Τι εε;
- Ότι είσαι πολύ άρρωστος και πεθαίνεις, ότι είσαι στα τελευταία σου. Ψέματα βέβαια !   Βιάστηκε να συμπληρώσει ο Γιάννης μη το πάρει ανάποδα ο γέρος. 
- Ότι είμαι πολύ άρρωστος και πεθαίνω;
- Ναι μέχρι το Πάσχα και πολύ είναι , δεν σε προλαβαίνουν.
- Και λοιπόν;
-Θα παρατήσουν όλες τις δουλειές τους και θα έρθουν να σε προλάβουν. Να σε δουν ζωντανό.
-Η Θοδωρούλα όμως δεν θα έρθει. Θα βρει λόγο ότι τάχα μου κάτι άλλο έχει να κάνει και τις συνηθισμένες τις δικαιολογίες.
- Μα θα πούμε και σ’ αυτήν το ίδιο ψέμα. Όχι αμέσως , μόλις έρθει η Βαγγελίτσα και το παλικάρι μας , θα της τηλεφωνήσουμε επειγόντως ότι κάτι έπαθες… κάτι τέλος πάντων, να έρθει να σε προλάβει.
- Και να έρθει εδώ και να δει ξαφνικά μπροστά της τον Πετράκη ;  Θα πάθει σοκ το κορίτσι… δεν θέλω. Δεν είναι έτοιμη ακόμη.
- Η Δώρα είναι έτοιμη εδώ και πολλά χρόνια πατέρα. Απλώς δεν τολμάει να κάνει κάτι, γιατί φοβάται μην πληγώσει τον Πετράκη.
Έλα μην το σκέφτεσαι ,όλα θα πάνε καλά. Καλό θα κάνουμε , όχι κακό.  Θα στείλει e- mail  η Λιάνα στην Αμερική , σήμερα κιόλας. Και όσο για το άλλο που σε τρώει, μη σε νοιάζει, θα στείλω εγώ  ο ίδιος γράμμα στο Ζαΐρ αν θέλει να έρθει και ο άλλος , ο μεγάλος σου καημός, κρυφά απ΄ την κυρά σου. Μόνο εσύ και εγώ θα το ξέρουμε , εντάξει;
-Εντάξει γιε μου, σ΄ ευχαριστώ μέσα απ΄ τη καρδιά μου. Να έχεις όλα τα καλά…   Είπε συγκινημένος ο γεράκος, κι έβγαλε ένα βαρύ αχ από μέσα του που τον έπνιγε σαν κόμπος στο λαιμό.
Ο Γιάννης για να μη αφήσει να τον παρασύρει άλλο το παράπονο, και φανερωθεί το  βαρύ μυστικό του γέρου, φώναξε αμέσως την κόρη του και της είπε διασκεδάζοντας την ατμόσφαιρα τι να κάνει.     
 Εδώ μπαίνει και η Λιάνα στο κόλπο. Η Λιάνα ένα 15χρονο παιδί σημερινό, δηλαδή ένα παιδί του Ίντερνετ και του κομπιούτερ. Επικοινωνούσε πολύ συχνά με τον ξάδελφό της τον Πέτρο με e- mail έτσι είχαν μια επαφή , χωρίς να έχουν γνωριστεί ποτέ από κοντά. 
Παππούς πολύ άρρωστος. Πεθαίνει. Θέλει να σας δει για τελευταία φορά. Το γρηγορότερο.”

Έτσι στήθηκε λοιπόν η "συνομωσία"  και το κόλπο έπιασε αμέσως , χωρίς δεύτερη κουβέντα.
“Και εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα.” σκέφτηκε η Τζένη και τα έβαλε με τον εαυτό της , γιατί φάνηκε αδιάφορη στα προβλήματα του πατέρα της. 



6 σχόλια: