Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Αναίσθητοι και Ονειροπολοι 4ον


 ΤΡΥΦΕΡΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

       Λίγες μέρες πριν στο Νιου Τζέρσευ , ο Πήτερ , ένας νέος
 άνδρας 25 ετών γύρισε στο διαμέρισμά του απ’ την δουλειά του.
Ήταν φορτωμένος και μπουχτισμένος και ήδη είχε πάρει απόφαση
να παραιτηθεί και πάλι. Είχε αλλάξει αρκετές δουλειές , σε καμία
δεν μπορούσε να στεριώσει. Είχε σπουδάσει οικονομικές επιστήμες
και είχε άριστο βιογραφικό για μια τέλεια καριέρα. Πάντα άρχιζε με ενθουσιασμό όμως γρήγορα έπεφτε η διάθεσή του.
Είτε οι συνθήκες, είτε οι συνεργάτες του, πάντα κάτι υπήρχε για να τον αποθαρρύνει και να τον κάνει να θέλει να φύγει.  Το άσχημο ήταν πως και η συναισθηματική του ζωή ήταν χάλια. 
Οι σχέσεις του κατέληγαν σε αποτυχία , από λάθος επιλογές ή από επιφανειακό ενθουσιασμό, πάντα του άφηναν μια πικρή γεύση και την εντύπωση πως καμία δεν θα τον νοιώσει και δεν θα του γεμίσει το συναισθηματικό του κενό.
Προσπαθούσε να μην σκέφτεται αρνητικά. Αλλά συχνά τον έπιανε η άσχημη σκέψη πως είναι ένας αποτυχημένος και στην καριέρα και στον έρωτα.  Και ήταν τόσο νέος ακόμη…για τέτοιες μαύρες σκέψεις.

Οι γονείς του πλούσιοι και επιφανείς Ελληνοαμερικάνοι, δεν του στέρησαν ποτέ τίποτα. Μεγάλωσε σαν πριγκιπόπουλο με τα καλύτερα σχολεία, με ιδιαίτερα μαθήματα , με πανάκριβα ρούχα και παιχνίδια , με νταντάδες και υπηρέτες που έτρεχαν να του εκπληρώσουν την παραμικρή του επιθυμία.  Τον είχαν κάνει εγωιστή και κακομαθημένο.
Ο πατέρας του ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος ,καλόκαρδος και γενναιόδωρος. Αλλά και έξυπνος και σκληρός επιχειρηματίας. Είχε κληρονομήσει μια αλυσίδα Σούπερ Μάρκετ και την μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ, σε πολλές πολιτείες , που ανθούσαν και ήσαν κερδοφόρες, δίνοντας εργασία σε ομογενείς και σε ανθρώπους που αγαπούσαν την δουλειά και την προκοπή. Επεκτάθηκε και σε εστιατόρια και σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και η εταιρία του ήταν πια ένας κολοσσός.

Ο καημένος ο Άντονυ έδινε και την ψυχή του για την οικογένειά του. Η μεγαλύτερη λατρεία του ήταν η γυναίκα του η Έβελιν και ο γιος τους ο Πήτερ.  Του είχε μεγάλη αδυναμία , αν και δεν το έδειχνε φανερά , τον κρατούσε σε μια  απόσταση . Ίσως είχε τους λόγους του. Όμως πάντα ήταν πίσω από κάθε του προσπάθεια και τον ξελάσπωνε κρυφά και διακριτικά όταν έβρισκε δυσκολίες.
Ο Πήτερ ένοιωθε ασφάλεια με την παρουσία του και μόνο , αλλά δυστυχώς όλα αυτά κόπηκαν απότομα , όπως κόπηκε και το νήμα της ζωής του όταν σκοτώθηκε πριν τρία χρόνια σ ΄ένα περίεργο τροχαίο δυστύχημα.  Υπήρχαν πολλές υποψίες ότι ήταν προσχεδιασμένο… από πού ,  ποτέ δεν μπόρεσε να μάθει.  Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Άντονυ είχε εχθρούς που ήθελαν να τον βγάλουν απ΄ την μέση.

Η Έβελιν όταν συνήλθε απ’ τον χαμό του ανέλαβε δυναμικά τις επιχειρήσεις του και προσπάθησε να αναπληρώσει τον δραστήριο σύζυγό της και τα κατάφερε καλά.  Ο Πήτερ δεν ήθελε  όμως να δουλέψει στις επιχειρήσεις αυτές. Ήθελε να κάνει κάτι δικό του για να αποδείξει την αξία του . Ξοδευόταν σε χαμένες υποθέσεις χωρίς κανένα κέρδος και πάντα απογοητευόταν.
«Μάλαμα πιάνει , στάχτη γίνεται.»   Η Έβελιν στενοχωριόταν με τις ατυχίες του και δεν ήξερε τι να κάνει.  «Τι φταίει με αυτό το παιδί, αφού τα έχει όλα και μυαλό και εξυπνάδα και γνώσεις για μια σωστή καριέρα. Τι έχει λοιπόν, τι του λείπει και τα παρατάει σε κάθε αναποδιά. Γιατί δεν προσπαθεί;»
Ο Πήτερ ήθελε να την κάνει περήφανη γι αυτόν και η έντονη αυτή επιθυμία τον άγχωνε ακόμη πιο πολύ.  Η εικόνα ενός αποτυχημένου άνδρα τον συνέθλιβε !
« Μην απογοητεύεσαι παιδί μου , είσαι πολύ νέος ακόμη.  Όλοι τρώνε τα μούτρα  τους στην αρχή, θα βρεις αυτό που θέλεις και θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρη.» Λόγια παρηγοριάς ; Μπορεί και να τα πίστευε !     
Ή Έβελιν ήταν η μητέρα του, αυτή τον μεγάλωσε και τον αγαπούσε, ήξερε όμως ότι τα γονίδια του ήταν διαφορετικά από των γονιών του.
Ήξερε ότι δεν ήταν δικό τους παιδί. Τον αγάπησαν και του έδωσαν τα πάντα αλλά  παιδί  δικό τους δεν ήταν.   Και αυτός τους αγαπούσε αλλά η αγάπη του δεν διέφερε από την ευγνωμοσύνη.  Συχνά σκεφτόταν πώς να ήσαν οι αληθινοί του γονείς.  Γιατί τον έδωσαν, δεν τον ήθελαν , δεν τον αγαπούσαν;  Τον πλήγωναν πολύ αυτές οι σκέψεις.   Επιθυμούσε να μάθει τις συνθήκες της υιοθεσίας του αλλά δεν τολμούσε να ρωτήσει για να μην πικράνει την Έβελιν κι έτσι έθαβε βαθιά μέσα του την ερώτηση , που τον έπνιγε σαν κόμπος στο λαιμό.

Τον πατέρα του δεν τον ήξερε καθόλου, ούτε σαν θαμπή εικόνα στο μυαλό ενός τρίχρονου παιδιού, που έχει κάποιες θολές αναμνήσεις δεν τον θυμόταν.   Την μάνα του την ήξερε !  Την θυμόταν ολοκάθαρα.  Καμιά φορά την έβλεπε και στα όνειρά του.  Ένα νέο κορίτσι με μάτια κόκκινα απ’ το κλάμα.  Ένα κορίτσι που κρατούσε σφικτά ένα μωρό και το νανούριζε με γλυκιά τρυφερή φωνή. Ένιωθε ακόμη και τα χείλη της πάνω στα μαλλάκια του.  Ξυπνούσε τότε ταραγμένος με την φωνή της ακόμη στα αυτιά του και το φιλί της να του καίει το μέτωπο.

Όταν ήταν μικρός πήγαινε κρυφά στο συρτάρι της Έβελιν και κοιτούσε παλιές φωτογραφίες. Δεν θα τον μάλωνε βέβαια, αλλά ήθελε να το έχει μυστικό.  Η αγαπημένη του ήταν μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία που έδειχνε τέσσερα κορίτσια πάνω σε κάτι βραχάκια σ’ ένα μώλο  στη θάλασσα.
Η μεγαλύτερη η Ελένη , μια καστανόξανθη κοπέλα με όμορφα μάτια και γλυκό χαμόγελο , είχε περασμένο το ένα χέρι στους ώμους της Ευγενίας της δεύτερης αδελφής και το άλλο περασμένο στους ώμους της Βαγγελίτσας της τρίτης αδελφής και η μικρότερη η Θοδωρούλα, ένα κοριτσάκι 12 ή 13 χρόνων με μπλε ποδιά και κοτσιδάκια ήταν καθισμένη στα πόδια τους. Έμοιαζε σαν οι τρεις αδελφές να την είχαν στη μέση για να τη προστατέψουν από κάποιο αόρατο κίνδυνο. Χαμογελούσαν όλες τους και σχημάτιζαν ένα σύμπλεγμα που δεν μπορούσε κανείς να το διασπάσει.
Ο Πήτερ αγαπούσε τόσο πολύ αυτή τη φωτογραφία. Πήγε κρυφά και την ανατύπωσε και γύρισε το πρωτότυπο στο συρτάρι της Έβελιν πριν καταλάβει ότι λείπει. Ήταν μικρός τότε και δεν ήξερε και τίποτα, όμως είχε αυτή τη φωτογραφία πάντα μαζί  του σαν φυλακτό.

Χρόνια κατέπνιγε μέσα του την επιθυμία να πάει στην Ελλάδα , να γνωρίσει την οικογένειά του, να γνωρίσει ένα τόπο που υπήρχε μέσα στις φλέβες του και τον έτρωγε σαν σαράκι, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να το κάνει. Ούτε καν το  είχε αναφέρει στην Έβελιν.  Πήρε μια κούπα με καφέ και πλησίασε το παράθυρο. Κοίταξε τους ουρανοξύστες που είχαν πάρει ένα ρόδινο χρώμα καθώς αντανακλούσε επάνω τους ο ήλιος που έδυε. « Αυτή είναι η πόλη μου, κοιμάμαι και ξυπνάω και βλέπω κάθε μέρα αυτούς τους ουρανοξύστες. Όμως υπάρχει κάπου ένας άλλος τόπος, με μικρά σπιτάκια και πράσινους κήπους , απέραντη θάλασσα και κακοτράχαλα βουνά και ένας ουρανός καθαρός και γαλάζιος. Υπάρχει πράγματι αυτός ο τόπος ή μήπως κάποτε τον ονειρεύτηκα;»
Άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε ένα φάκελο με γράμματα και φωτογραφίες που του έστελναν από την Ελλάδα οι συγγενείς του.
«Η οικογένεια  που έχω στην Ελλάδα . Η θεία η Τζένη με τον άνδρα της και τα παιδιά της, η Λιάνα και ο Τασούλης» χαμογέλασε τρυφερά. «Τα ξαδελφάκια μου.» Μιλούσε μαζί τους συχνά στο τηλέφωνο και τους έστελνε κάρτες και δωράκια στις γιορτές και στα γενέθλιά τους.  «Και εδώ ο παππούς και η γιαγιά μου.» κοίταξε την πρόσφατη  που του είχαν στείλει. Κι όμως αυτόν το παππού δεν τον θυμόταν καθόλου.
Στο μυαλό του ερχόταν ένας άλλος παππούς. Μικρόσωμος , με σκαμμένα  μάγουλα και λεπτό μουστακάκι . Τον έπαιρνε απ’ το χεράκι και πήγαιναν στη θάλασσα. Έριχνε την πετονιά και περίμεναν να πιάσουν ψαράκια.  «Παππού θα πιάθω ένα πθάρι μεγάλο τόοθο μεγάλο.» και άνοιγε τα χεράκια του να δείξει πόσο μεγάλο θα είναι το ψάρι. Εκείνος χαμογελούσε  και του χάιδευε το κεφαλάκι . Του έλεγε  ιστορίες και παραμύθια και τα βραδάκια κάθονταν σε μικρή αυλίτσα κάτω απ’ την κληματαριά.  Τότε εκείνος ο παππούς έπαιρνε το μπαγλαμαδάκι του και έπαιζε και τραγουδούσε μεγαλίστικα τραγούδια. Για καημούς , για έρωτες για προσφυγιά, για φτωχολογιά , για… ξενιτιά. 
Αχ η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι  μου το μοσχολούλουδό μου
Και γύρω γύρω πολλά κλουβάκια με καρδερίνες και γαρδέλια σιγοντάριζαν τον παππού στο τραγούδι. Ήταν  τόσο έντονη  αυτή η θύμηση. Τα κελαΐδίσματα των πουλιών. Αυτά τον ξυπνούσαν κάθε πρωί και αυτά τον νανούριζαν.
«Αχ ποιος ήταν αυτός ο παππούς; Πως τον έλεγαν; Γιατί με ξέχασε; Μήπως δεν ζει πια; Πως τον έλεγαν πως;  Πρέπει να θυμηθώ.
Θωμά ! Θωμάς ο καρδερίνας ! Ναι έτσι τον έλεγαν!»
Το βλέμμα του έπεσε σε ένα μικρό κουτάκι. Εκεί μέσα κρατούσε τους παιδικούς θησαυρούς του καλά κρυμμένους απ’ όλους. Ήταν τα δικά του τρυφερά μυστικά. Μια παλιά χιλιοπαιγμένη κασέτα , ένα ξεθωριασμένο μαντηλάκι και ένα κόκκινο κοκαλάκι για τα μαλλιά. Το είχε τραβήξει απότομα απ’ τα μαλλιά ενός κοριτσιού που τον κρατούσε στην αγκαλιά , όταν κάποια άλλα χέρια τον πήραν μακριά.
«Γιατί δεν φεύγω; Φοβάμαι να μην πληγωθεί η Έβελιν; Νοιώθω την ανάγκη να μάθω . Να βρω τις απαντήσεις στις αγωνίες και στις απορίες μου.»
Έτσι λοιπόν εκείνη την ημέρα που ήταν ψυχολογικά πολύ πεσμένος και απογοητευμένος, πήρε μια απόφαση.
« Θα τα παρατήσω όλα και θα πάω στην Ελλάδα. Και η Έβελιν αν θέλει ας έρθει μαζί μου , αλλιώς θα πάω μόνος μου.»
Τότε έλαβε το e-mail  της ξαδελφούλας του της Λιάνας. 
«Παππούς πολύ άρρωστος , πεθαίνει, θέλει να σας δει το γρηγορότερο.»
«Τώρα είμαι σίγουρος ότι πρέπει να γίνει αυτό το ταξίδι, είναι καιρός πια να αντιμετωπίσω τις απαντήσεις που ζητάω , όσο σκληρές κι αν είναι.»  Πήρε την παλιά κασέτα και την έβαλε στο κασετόφωνο.
«Για να δούμε θα παίξει ή χάλασε τελείως.»
Το κασετόφωνο βόγγηξε λίγο , έκανε κάτι παράσιτα και βουητά όμως έπαιξε . Ένα παιδικό τραγουδάκι από άλλες εποχές πλημμύρισε το δωμάτιο.


4 σχόλια: